ὁσημέραι: Difference between revisions

29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]].
|btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὁσημέραι]])<br /><b>επίρρ.</b> από [[μέρα]] σε [[μέρα]], [[καθώς]] περνούν οι μέρες, με τον καιρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέρα]], καθημερινά («[[ὁσημέραι]] ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δι' ἡμέρας [[ὁσημέραι]]» — όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας και [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>ὅσαι ἡμέραι</i>].
}}
}}