3,251,242
edits
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁσημέραι]])<br /><b>επίρρ.</b> από [[μέρα]] σε [[μέρα]], [[καθώς]] περνούν οι μέρες, με τον καιρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέρα]], καθημερινά («[[ὁσημέραι]] ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δι' ἡμέρας [[ὁσημέραι]]» — όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας και [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>ὅσαι ἡμέραι</i>]. | |mltxt=(ΑΜ [[ὁσημέραι]])<br /><b>επίρρ.</b> από [[μέρα]] σε [[μέρα]], [[καθώς]] περνούν οι μέρες, με τον καιρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέρα]], καθημερινά («[[ὁσημέραι]] ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δι' ἡμέρας [[ὁσημέραι]]» — όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας και [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>ὅσαι ἡμέραι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁσημέραι:''' επίρρ., αντί <i>ὅσαι ἡμέραι</i>, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, [[μέρα]] με τη [[μέρα]], Λατ. [[quotidie]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |