περιουσία: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; [[εἰς]] περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l’État de telle sorte qu’on y économise qch;<br /><b>2</b> superflu : [[χρῆσθαι]] [[τῇ]] ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l’espérance par surcroît ; [[ἐκ]] περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.<br />'''Étymologie:''' part. <i>fém. de</i> [[περίειμι]]¹.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; [[εἰς]] περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l’État de telle sorte qu’on y économise qch;<br /><b>2</b> superflu : [[χρῆσθαι]] [[τῇ]] ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l’espérance par surcroît ; [[ἐκ]] περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.<br />'''Étymologie:''' part. <i>fém. de</i> [[περίειμι]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τα ενσώματα υλικά [[αγαθά]], το [[σύνολο]] τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο [[πρόσωπο]] συγκεκριμένου δικαιούχου και [[είναι]] αποτιμητά σε [[χρήμα]], το [[βιός]] (α. «μοίρασαν την πατρική τους [[περιουσία]] δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῑς τὰ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]], από το [[περίσσευμα]] τών γνώσεων κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) (με ευρεία [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου<br />β) (με στενότερη [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εκκλησιαστική [[περιουσία]]» — η ακίνητη και κινητή [[ιδιοκτησία]] της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη [[θεία]] [[λατρεία]] ή και με την ευρύτερη πνευματική [[αποστολή]] της Εκκλησίας στον κόσμο<br />β) «μού στοίχισε μια [[περιουσία]]» — στοίχισε πολύ ακριβά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («[[ὥστε]] οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παροχή]], [[δυνατότητα]] («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβίωση]] («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι [[είναι]] απαραίτητο<br />β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με [[αφθονία]] («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ» <br />γ) «[[μετὰ]] περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με [[θάρρος]], με [[δύναμη]] («τρυφὴν ἀτιμάζων [[μετὰ]] πολλῆς τῆς περιουσίας»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιττή [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό ή [[δύναμη]] αντιπάλων) [[υπεροχή]] («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωτηρία]], [[διάσωση]] («τίς οὖν ἡ ταύτης [[περιουσία]] τῶν φόβων ἀφηρημένων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὐσία]]].
}}
}}