3,277,286
edits
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τα ενσώματα υλικά [[αγαθά]], το [[σύνολο]] τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο [[πρόσωπο]] συγκεκριμένου δικαιούχου και [[είναι]] αποτιμητά σε [[χρήμα]], το [[βιός]] (α. «μοίρασαν την πατρική τους [[περιουσία]] δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῑς τὰ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]], από το [[περίσσευμα]] τών γνώσεων κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) (με ευρεία [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου<br />β) (με στενότερη [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εκκλησιαστική [[περιουσία]]» — η ακίνητη και κινητή [[ιδιοκτησία]] της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη [[θεία]] [[λατρεία]] ή και με την ευρύτερη πνευματική [[αποστολή]] της Εκκλησίας στον κόσμο<br />β) «μού στοίχισε μια [[περιουσία]]» — στοίχισε πολύ ακριβά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («[[ὥστε]] οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παροχή]], [[δυνατότητα]] («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβίωση]] («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι [[είναι]] απαραίτητο<br />β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με [[αφθονία]] («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ» <br />γ) «[[μετὰ]] περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με [[θάρρος]], με [[δύναμη]] («τρυφὴν ἀτιμάζων [[μετὰ]] πολλῆς τῆς περιουσίας»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιττή [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό ή [[δύναμη]] αντιπάλων) [[υπεροχή]] («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωτηρία]], [[διάσωση]] («τίς οὖν ἡ ταύτης [[περιουσία]] τῶν φόβων ἀφηρημένων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὐσία]]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τα ενσώματα υλικά [[αγαθά]], το [[σύνολο]] τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο [[πρόσωπο]] συγκεκριμένου δικαιούχου και [[είναι]] αποτιμητά σε [[χρήμα]], το [[βιός]] (α. «μοίρασαν την πατρική τους [[περιουσία]] δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῑς τὰ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]], από το [[περίσσευμα]] τών γνώσεων κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) (με ευρεία [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου<br />β) (με στενότερη [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εκκλησιαστική [[περιουσία]]» — η ακίνητη και κινητή [[ιδιοκτησία]] της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη [[θεία]] [[λατρεία]] ή και με την ευρύτερη πνευματική [[αποστολή]] της Εκκλησίας στον κόσμο<br />β) «μού στοίχισε μια [[περιουσία]]» — στοίχισε πολύ ακριβά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («[[ὥστε]] οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παροχή]], [[δυνατότητα]] («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβίωση]] («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι [[είναι]] απαραίτητο<br />β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με [[αφθονία]] («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ» <br />γ) «[[μετὰ]] περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με [[θάρρος]], με [[δύναμη]] («τρυφὴν ἀτιμάζων [[μετὰ]] πολλῆς τῆς περιουσίας»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιττή [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό ή [[δύναμη]] αντιπάλων) [[υπεροχή]] («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωτηρία]], [[διάσωση]] («τίς οὖν ἡ ταύτης [[περιουσία]] τῶν φόβων ἀφηρημένων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὐσία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιουσία:''' ἡ, ([[περί]]-ειμι, Λατ. [[supersum]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]], [[αφθονία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[αφθονία]], [[πλούτος]], [[περιουσία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ περιουσίας</i>, με [[αφθονία]] σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰς περιουσίαν</i>, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· <i>ἐκ περιουσίας</i>, σε [[αφθονία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροχή]] σε αριθμό ή [[δύναμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[διάσωση]] κάποιου, [[επιβίωση]], τίς [[οὖν]] ἡ [[ταύτης]] [[περιουσία]]; ποια είναι η [[πιθανότητα]] σωτηρίας; σε Δημ. | |||
}} | }} |