πολύκροτος: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très sonore, retentissant;<br /><b>2</b> qui agite <i>ou</i> fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κροτέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très sonore, retentissant;<br /><b>2</b> qui agite <i>ou</i> fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κροτέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκροτος]], -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] (α. «πολύκροτη [[δίκη]]» β. «πολύκροτο [[σκάνδαλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκροτο</i><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περιστρόφου και του πιστολιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτροπος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) με [[πολλά]] [[κουπιά]], με πολλές σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιγύ</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}