ποντίζω: Difference between revisions

1,040 bytes added ,  29 September 2017
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=plonger dans la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
|btext=plonger dans la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πόντος]]<br />[[βυθίζω]] στη [[θάλασσα]] («οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] την [[άγκυρα]] στη [[θάλασσα]] για [[αγκυροβολία]] πλοίου σε όρμο ή σε [[λιμάνι]], [[φουντάρω]] («πόντισον!»<br />[εκτελεστικό [[κέλευσμα]]] άφησε την [[άγκυρα]] να πέσει στη [[θάλασσα]])<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> βυθίζομαι, καταποντίζομαι («[[ποιος]] ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα [[άραγε]]», Μαλακ.)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κατακλύζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ὁ [[κόσμος]] ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).
}}
}}