ποντίζω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
plunge or sink in the sea, σκάφος A.Ag.1013 (lyr.):—Pass., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος S.El.508 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 681] ins Meer tauchen, versenken; σκάφος, Aesch. Ag. 985; ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος, Soph. El. 498.
French (Bailly abrégé)
plonger dans la mer.
Étymologie: πόντος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποντίζω [πόντος] in zee werpen, doen zinken:. ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Myrtilus, die in zee was geworpen Soph. El. 508.
Russian (Dvoretsky)
ποντίζω: погружать в море, топить (σκάφος Aesch.); pass. тонуть (ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ποντίζω: (πόντος) βυθίζω εἰς τὴν θάλασσαν, σκάφος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1014· παθ., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Σοφ. Ἠλ. 508.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πόντος
βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!»
[εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα)
2. (αμτβ.) βυθίζομαι, καταποντίζομαι («ποιος ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα άραγε», Μαλακ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) κατακλύζω, πλημμυρίζω
νεοελλ.-μσν.
καταστρέφω, αφανίζω («ὁ κόσμος ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).
Greek Monotonic
ποντίζω: (πόντος), μέλ. -σω, βυθίζω στη θάλασσα, καταποντίζω, σε Αισχύλ.