πόριμος: Difference between revisions

1,394 bytes added ,  29 September 2017
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> pénétrable, accessible ; <i>fig.</i> possible : τινι à qqn;<br /><b>II. 1</b> qui ouvre un passage ; <i>fig.</i> qui aboutit : ἄπορα [[πόριμος]] ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;<br /><b>2</b> pourvu de ressources;<br /><i>Cp.</i> ποριμώτερος, <i>Sp.</i> ποριμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> pénétrable, accessible ; <i>fig.</i> possible : τινι à qqn;<br /><b>II. 1</b> qui ouvre un passage ; <i>fig.</i> qui aboutit : ἄπορα [[πόριμος]] ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;<br /><b>2</b> pourvu de ressources;<br /><i>Cp.</i> ποριμώτερος, <i>Sp.</i> ποριμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρήσ</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
}}