πρόδικος: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> défenseur de la justice, du droit, <i>particul.</i> qui défend en justice les intérêts d’un autre, défenseur;<br /><b>2</b> <i>particul., à Sparte</i>, tuteur des rois mineurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δίκη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> défenseur de la justice, du droit, <i>particul.</i> qui défend en justice les intérêts d’un autre, défenseur;<br /><b>2</b> <i>particul., à Sparte</i>, tuteur des rois mineurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[προνόμιο]] ή το [[δικαίωμα]] της προδικίας («δίκαι πρόδικαι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[δικαίωμα]] να δικάσει, να κρίνει [[πρώτος]] («[[πρόδικος]] [[πόλις]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποφασίζεται με [[διαιτησία]] («[[ἐθέλω]] [[δίκην]] δοῡναι πρόδικον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πρόδικος]]<br />α) [[υπερασπιστής]], [[εκδικητής]] («φθονερὸν δ' ὑπ' [[ἄλγος]] ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[εκπρόσωπος]] ενώπιον της δικαιοσύνης, [[δικηγόρος]]<br />γ) [[δημόσιος]] [[συνήγορος]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[προστάτης]], [[υπέρμαχος]], [[υποστηρικτής]] («τί ἀξιοῡσιν οἱ πρόδικοι τῆς ἐναργείας οὗτοι;», <b>Πλούτ.</b>)<br />ε) (στη [[Σπάρτη]]) [[κηδεμόνας]] ανήλικου βασιλιά που φρόντιζε για την [[ανατροφή]] του [[μέχρι]] την ενηλικίωσή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
}}
}}