στεφανωματικός: Difference between revisions

38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στεφάνωμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε [[στέφανο]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] στεφάνων.
}}
}}