σχαδών: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d’abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d’abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d’abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d’abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) η [[προνύμφη]] τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], η [[κάμπια]] της μέλισσας ή της σφήκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[κυψέλη]] όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η [[προνύμφη]] της μέλισσας<br /><b>2.</b> μικρή [[κυψέλη]] με [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχαδόνες</i><br />η [[κηρήθρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρίψη]] κύβων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σχάζω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}