Anonymous

σχαδών: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) η [[προνύμφη]] τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], η [[κάμπια]] της μέλισσας ή της σφήκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[κυψέλη]] όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η [[προνύμφη]] της μέλισσας<br /><b>2.</b> μικρή [[κυψέλη]] με [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχαδόνες</i><br />η [[κηρήθρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρίψη]] κύβων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σχάζω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) η [[προνύμφη]] τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], η [[κάμπια]] της μέλισσας ή της σφήκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[κυψέλη]] όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η [[προνύμφη]] της μέλισσας<br /><b>2.</b> μικρή [[κυψέλη]] με [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχαδόνες</i><br />η [[κηρήθρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρίψη]] κύβων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σχάζω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχᾰδών:''' -όνος, ἡ, [[κυψελίδα]] κηρήθρας [[μελισσών]], και στον πληθ., [[κηρήθρα]], Λατ. [[favus]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.
}}
}}