τρίβων: Difference between revisions

1,326 bytes added ,  29 September 2017
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />(<b>στην αρχαιότ.</b>) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, [[ιδίως]] ο [[Σωκράτης]] και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, [[συνήθως]] ως [[ένδειξη]] αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[έμβλημα]] ασκητισμού, το [[ράσο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[τρίβων]]<br />α) ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ [[τρίβων]] ὢν ἱππικῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρχ</i>-<i>ων</i>)].
}}
}}