Anonymous

τρίβων: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />(<b>στην αρχαιότ.</b>) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, [[ιδίως]] ο [[Σωκράτης]] και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, [[συνήθως]] ως [[ένδειξη]] αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[έμβλημα]] ασκητισμού, το [[ράσο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[τρίβων]]<br />α) ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ [[τρίβων]] ὢν ἱππικῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρχ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />(<b>στην αρχαιότ.</b>) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, [[ιδίως]] ο [[Σωκράτης]] και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, [[συνήθως]] ως [[ένδειξη]] αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[έμβλημα]] ασκητισμού, το [[ράσο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[τρίβων]]<br />α) ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ [[τρίβων]] ὢν ἱππικῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρχ</i>-<i>ων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
}}
}}