ταλαύρινος: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au cuir, <i>càd</i> au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; <i>adv.</i> • ταλαύρινον IL avec une force invincible.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]], [[ῥινός]].
|btext=ος, ον :<br />au cuir, <i>càd</i> au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; <i>adv.</i> • ταλαύρινον IL avec une force invincible.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]], [[ῥινός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»].
}}
}}