σφάγιος: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui se fait par égorgement.<br />'''Étymologie:''' [[σφαγή]].
|btext=α, ον :<br />qui se fait par égorgement.<br />'''Étymologie:''' [[σφαγή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σφαγή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφαγή]]<br /><b>2.</b> [[φονικός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολέθριος]], [[θανατηφόρος]] («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφαγία</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφαγία<br />ἡ τῆς ιερουργίας [[ἡμέρα]]»<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σφάγιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάγιος]] [[μόρος]]» — [[σφαγή]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}