χειρουργικός: Difference between revisions

46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la pratique d’un art <i>ou</i> d’un métier.<br />'''Étymologie:''' [[χειρουργός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la pratique d’un art <i>ou</i> d’un métier.<br />'''Étymologie:''' [[χειρουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]» β. «χειρουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[χειρουργική]]<br />ιατρική [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] τη [[θεραπεία]] κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλαστική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] την [[αποκατάσταση]] συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου<br />β) «κοσμητική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εξάλειψη]] τών εξωτερικών σημείων του γήρατος [[αλλά]] και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική [[εμφάνιση]], [[κυρίως]] τών [[γυναικών]]<br />γ) «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εγχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] στα χέρια<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με το [[χέρι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χειρουργικόν</i><br />η [[χειρουργική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρουργικώς]] / <i>χειρουργικῶς</i>, ΝΑ, και <i>χειρουργικά</i> Ν<br />με [[εγχείρηση]], με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]].
}}
}}