ὑπόμνυμι: Difference between revisions

44
(6_6)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόμνυμι''': ἐπιβεβαιῶ δι’ ὅρκου, ἦ φῂς ὑπομνὺς ἀνθυπουργῆσαι [[χάριν]]; Σοφ. Ἀπομν. 313. ΙΙ. Μέσ. ὑπόμνῠμαι, μέλλ. ὑπομοῦμαι· - ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ὀμνύω (ἢ ἐξουσιοδοτῶ ἄλλον νὰ ὀμόσῃ) ὅτι σπουδαῖόν τι [[κώλυμα]] ὑπάρχει, δι’ ὃ κωλύεταί τις νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον καὶ ἀναγκάζεται οὕτω νὰ ζητήσῃ ἀναβολὴν τῆς δίκης, Δημ. 1151. 2, κλπ.· ὑπ. τινα ἀπεῖναι [[δημοσίᾳ]] στρατευόμενον ὁ αὐτ. 1174. 6· ὑπωμόσατό τις τὸν Δημοσθένη ὡς νοσοῦντα, προσῆλθέ τις ζητῶν παράτασιν τῆς προθεσμίας [[ὑπὲρ]] τοῦ Δημοσθένους, περὶ οὗ ἐνόρκως διεβεβαίωσεν ὅτι ἐνόσει, ὁ αὐτ. 1336. 10· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, ὑπώμνυτο ὁ μὲν [[οἶνος]] [[ὄξος]] αὐτὸς [[εἶναι]] γνήσιον, τὸ δ’ [[ὄξος]] [[οἶνον]] αὑτὸ [[μᾶλλον]] θατέρου Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1. - Παθ., ὑπομοσθέντος τούτου, γενομένης ταύτης τῆς ἐνόρκου βεβαιώσεως, Δημ. 1174. 8· ὑπομοσθείσης ταύτης τῆς γραφῆς Ὑπερείδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 725. 2) [[παρεμποδίζω]] δι’ ἐνόρκου διαβεβαιώσεως τὴν ἐκδίκασιν, γραφῆς παρανόμων Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 34· ἴδε [[ὑπωμοσία]] 2.
|lstext='''ὑπόμνυμι''': ἐπιβεβαιῶ δι’ ὅρκου, ἦ φῂς ὑπομνὺς ἀνθυπουργῆσαι [[χάριν]]; Σοφ. Ἀπομν. 313. ΙΙ. Μέσ. ὑπόμνῠμαι, μέλλ. ὑπομοῦμαι· - ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ὀμνύω (ἢ ἐξουσιοδοτῶ ἄλλον νὰ ὀμόσῃ) ὅτι σπουδαῖόν τι [[κώλυμα]] ὑπάρχει, δι’ ὃ κωλύεταί τις νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον καὶ ἀναγκάζεται οὕτω νὰ ζητήσῃ ἀναβολὴν τῆς δίκης, Δημ. 1151. 2, κλπ.· ὑπ. τινα ἀπεῖναι [[δημοσίᾳ]] στρατευόμενον ὁ αὐτ. 1174. 6· ὑπωμόσατό τις τὸν Δημοσθένη ὡς νοσοῦντα, προσῆλθέ τις ζητῶν παράτασιν τῆς προθεσμίας [[ὑπὲρ]] τοῦ Δημοσθένους, περὶ οὗ ἐνόρκως διεβεβαίωσεν ὅτι ἐνόσει, ὁ αὐτ. 1336. 10· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, ὑπώμνυτο ὁ μὲν [[οἶνος]] [[ὄξος]] αὐτὸς [[εἶναι]] γνήσιον, τὸ δ’ [[ὄξος]] [[οἶνον]] αὑτὸ [[μᾶλλον]] θατέρου Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1. - Παθ., ὑπομοσθέντος τούτου, γενομένης ταύτης τῆς ἐνόρκου βεβαιώσεως, Δημ. 1174. 8· ὑπομοσθείσης ταύτης τῆς γραφῆς Ὑπερείδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 725. 2) [[παρεμποδίζω]] δι’ ἐνόρκου διαβεβαιώσεως τὴν ἐκδίκασιν, γραφῆς παρανόμων Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 34· ἴδε [[ὑπωμοσία]] 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπόμνυμαι</i><br />α) (ως αττ. νομ. όρος) [[δίνω]] όρκο για μένα ή και για [[άλλο]] [[πρόσωπο]] ότι ένα σοβαρό [[κώλυμα]] μάς εμποδίζει να παραστούμε στο δικαστήριο και [[υποβάλλω]] [[αίτηση]] για [[αναβολή]] της δίκης<br />β) (σε [[συνέλευση]]) [[παρεμποδίζω]] την [[εκδίκαση]] υπόθεσης με ένορκη [[διαβεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]] «ορκίζομαι»].
}}
}}