ὑπόμνυμι
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
A interpose by oath, φῂς ὑπομνύς S.Fr.339 codd. (ἐπομνύς Pearson).
II Med., in Att. law, make oath (for oneself or another) that something serious prevents a person's appearing in court at the due time, and so apply for a postponement of the trial, D.47.39, etc.; ὑ. τινὰ δημοσίᾳ ἀπεῖναι στρατευόμενον Id.48.25; τὸν Δημοσθένην τις ὑπωμόσατο ὡς νοσοῦντα = applied for an extension of the term for Demosthenes on the plea of sickness, Id.58.43: hence, comically, ὑπώμνυτο ὁ μὲν οἶνος ὄξος αὑτὸν εἶναι γνήσιον, τὸ δ' ὄξος οἶνον αὑτὸ μᾶλλον θατέρου Eub.65:—Pass., ὑπομοθέντος τούτου this affidavit being put in by way of excuse, D.48.25; ὑπομοθείσης ταύτης τῆς γραφῆς Hyp.Fr.202.
2 in the Assembly or Boule, make an objection on oath, X.HG1.7.34, Plu.2.848d, Poll.8.44.
German (Pape)
[Seite 1226] (s. ὄμνυμι), dazu schwören, Soph. frg. 313. – Gew. med. ὑπόμνυμαι, vorher schwören, Dem. 39, 37; unter eidlicher Versicherung eines wichtigen Hindernisses Aufschub des gerichtlichen Termins suchen, Xen. Hell. 1, 7,38; übh. sich wegen des Ausbleibens entschuldigen, ὑπωμόσατό τις τὸν Δημοσθένη ὡς νοσοῦντα, Einer entschuldigte den Demosthenes als krank und bat deshalb um Aufschub des Termins, Dem. 58, 43; neben παραγράφομαι 47, 39; ὑπωμοσάμεθα τουτονὶ δημοσίᾳ ἀπεῖναι στρατευόμενον 48, 25, worauf folgt ὑπωμοθέντος δὲ τούτου ἀνθυπωμόσαντο οἱ ἀντίδικοι, als für ihn der Entschuldigungseid geleistet war.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμνῡμι:
1 клятвенно утверждать: ἧ φῂς ὑπομνύς; Soph. клянешься ли?;
2 юр. (только med. fut. 2 ὑπομοῦμαι, aor. ὑπωμοσάμην; aor. pass. ὑπωμόσθην) клятвенно заверять в уважительности отсрочки или заявления: ὑπομοσαμένου τοῦ Μενεκλέους Xen. ввиду скрепленного клятвой возражения Менекла; ὑπωμόσατο αὐτὸν ὡς νοσοῦντα Dem. он попросил отсрочки для него, клятвенно подтвердив его болезнь; ὑπομοθέντος τούτου Dem. когда уважительность его неявки была клятвенно удостоверена.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμνυμι: ἐπιβεβαιῶ δι’ ὅρκου, ἦ φῂς ὑπομνὺς ἀνθυπουργῆσαι χάριν; Σοφ. Ἀπομν. 313. ΙΙ. Μέσ. ὑπόμνῠμαι, μέλλ. ὑπομοῦμαι· - ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ὀμνύω (ἢ ἐξουσιοδοτῶ ἄλλον νὰ ὀμόσῃ) ὅτι σπουδαῖόν τι κώλυμα ὑπάρχει, δι’ ὃ κωλύεταί τις νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ δικαστήριον κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον καὶ ἀναγκάζεται οὕτω νὰ ζητήσῃ ἀναβολὴν τῆς δίκης, Δημ. 1151. 2, κλπ.· ὑπ. τινα ἀπεῖναι δημοσίᾳ στρατευόμενον ὁ αὐτ. 1174. 6· ὑπωμόσατό τις τὸν Δημοσθένη ὡς νοσοῦντα, προσῆλθέ τις ζητῶν παράτασιν τῆς προθεσμίας ὑπὲρ τοῦ Δημοσθένους, περὶ οὗ ἐνόρκως διεβεβαίωσεν ὅτι ἐνόσει, ὁ αὐτ. 1336. 10· ἐντεῦθεν κωμικῶς, ὑπώμνυτο ὁ μὲν οἶνος ὄξος αὐτὸς εἶναι γνήσιον, τὸ δ’ ὄξος οἶνον αὑτὸ μᾶλλον θατέρου Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1. - Παθ., ὑπομοσθέντος τούτου, γενομένης ταύτης τῆς ἐνόρκου βεβαιώσεως, Δημ. 1174. 8· ὑπομοσθείσης ταύτης τῆς γραφῆς Ὑπερείδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 725. 2) παρεμποδίζω δι’ ἐνόρκου διαβεβαιώσεως τὴν ἐκδίκασιν, γραφῆς παρανόμων Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 34· ἴδε ὑπωμοσία 2.
Greek Monolingual
Α
1. επιβεβαιώνω με όρκο
2. μέσ. ὑπόμνυμαι
α) (ως αττ. νομ. όρος) δίνω όρκο για μένα ή και για άλλο πρόσωπο ότι ένα σοβαρό κώλυμα μάς εμποδίζει να παραστούμε στο δικαστήριο και υποβάλλω αίτηση για αναβολή της δίκης
β) (σε συνέλευση) παρεμποδίζω την εκδίκαση υπόθεσης με ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄμνυμι «ορκίζομαι»].