3,277,286
edits
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φριξόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ. | |lstext='''φριξόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-τριχος, ο, η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει σηκωμένες [[τρίχες]] («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει τις [[τρίχες]] να σηκωθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], [[μεγαλό]]-[[θριξ]]]. | |||
}} | }} |