Anonymous

φριξόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_22)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φριξόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ.
|lstext='''φριξόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-τριχος, ο, η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει σηκωμένες [[τρίχες]] («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει τις [[τρίχες]] να σηκωθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], [[μεγαλό]]-[[θριξ]]].
}}
}}