3,249,301
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόριστος]], -ον)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επ' αόριστον» — για [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] καθορισμένα όρια<br /><b>2.</b> [[απεριόριστος]], [[χωρίς]] όρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> [[αόριστος]] ([[ἄρχων]])<br />αυτός που κατέχει κάποιο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[χρονικό]] όριο. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόριστος]], -ον)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επ' αόριστον» — για [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] καθορισμένα όρια<br /><b>2.</b> [[απεριόριστος]], [[χωρίς]] όρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> [[αόριστος]] ([[ἄρχων]])<br />αυτός που κατέχει κάποιο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[χρονικό]] όριο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀόριστος:''' ([[ὁρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[σύνορα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει καθοριστεί, [[απροσδιόριστος]], συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ. | |||
}} | }} |