Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀόριστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόριστος]], -ον)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επ' αόριστον» — για [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] καθορισμένα όρια<br /><b>2.</b> [[απεριόριστος]], [[χωρίς]] όρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> [[αόριστος]] ([[ἄρχων]])<br />αυτός που κατέχει κάποιο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[χρονικό]] όριο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόριστος]], -ον)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επ' αόριστον» — για [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] καθορισμένα όρια<br /><b>2.</b> [[απεριόριστος]], [[χωρίς]] όρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> [[αόριστος]] ([[ἄρχων]])<br />αυτός που κατέχει κάποιο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[χρονικό]] όριο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀόριστος:''' ([[ὁρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[σύνορα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει καθοριστεί, [[απροσδιόριστος]], συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}