3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βάρβιτος]], η, ο και βάρβιτον, το (Α)<br /><b>1.</b> πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη [[λύρα]]<br /><b>2.</b> η [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτωδός]]]. | |mltxt=[[βάρβιτος]], η, ο και βάρβιτον, το (Α)<br /><b>1.</b> πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη [[λύρα]]<br /><b>2.</b> η [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτωδός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάρβῐτος:''' ἡ ή ὁ, μουσικό όργανο με πολλές χορδές ([[πολύχορδος]], σε Θεόκρ.), όπως η [[λύρα]], το οποίο [[συχνά]] χρησιμ. αντί της ίδιας της λύρας, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. (πιθ. ανατολ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |