Anonymous

βάρβιτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάρβῐτος:''' ἡ ή ὁ, μουσικό όργανο με πολλές χορδές ([[πολύχορδος]], σε Θεόκρ.), όπως η [[λύρα]], το οποίο [[συχνά]] χρησιμ. αντί της ίδιας της λύρας, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. (πιθ. ανατολ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''βάρβῐτος:''' ἡ ή ὁ, μουσικό όργανο με πολλές χορδές ([[πολύχορδος]], σε Θεόκρ.), όπως η [[λύρα]], το οποίο [[συχνά]] χρησιμ. αντί της ίδιας της λύρας, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. (πιθ. ανατολ. [[λέξη]]).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f. or m.<br />Meaning: musical instrument wih many strings (Pi.)<br />Other forms: later also <b class="b3">-ον</b> n. Also <b class="b3">βάρμιτος</b> (EM 188, 21, called Aeolic; <b class="b2">the oldest form</b>?, Bechtel Dial. 1, 118, Schwyzer 257, s. below); also <b class="b3">βάρμος</b> (Phillis ap. Ath. 14, 636c) and <b class="b3">βάρωμος</b> (Ath.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Foreign word (Phrygian?), s. Str. 10, 3, 17. Grošelj, Slavistična Revija 4, 250, connects <b class="b3">φόρμιγξ</b>; so does Fur.173 etc. (?). Most prob. Pre-Gr.; suff. <b class="b3">-ιτ-</b> (so the question of the oldest form becomes different). The strange <b class="b3">-ω-</b> from <b class="b2">*barʷm-</b>? or epenthesis (where <b class="b3">ο</b> is well attested).<br />See also: Most prob. Pre-Gr.
}}
}}