Anonymous

βάρβιτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάρβιτος]], η, ο και βάρβιτον, το (Α)<br /><b>1.</b> πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη [[λύρα]]<br /><b>2.</b> η [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτωδός]]].
|mltxt=[[βάρβιτος]], η, ο και βάρβιτον, το (Α)<br /><b>1.</b> πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη [[λύρα]]<br /><b>2.</b> η [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[ξένη]] [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρβιτωδός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάρβῐτος:''' ἡ ή ὁ, μουσικό όργανο με πολλές χορδές ([[πολύχορδος]], σε Θεόκρ.), όπως η [[λύρα]], το οποίο [[συχνά]] χρησιμ. αντί της ίδιας της λύρας, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. (πιθ. ανατολ. [[λέξη]]).
}}
}}