κανών: Difference between revisions

1,725 bytes added ,  30 December 2018
5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανών]], -όνος, ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κανόνας]].
|mltxt=[[κανών]], -όνος, ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κανόνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνών:''' -όνος, ὁ ([[κάννα]]), οποιαδήποτε ίσια [[βέργα]] ή [[ράβδος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> στον Όμηρ., οι <i>κανόνες</i> μιας ασπίδας φαίνεται πως ήταν δυο βέργες που διέτρεχαν κατά [[πλάτος]] το κοίλο [[μέρος]] της, μέσα από τις οποίες περνιόταν το [[χέρι]].<br /><b class="num">2.</b> [[ράβδος]] που χρησιμοποιούνταν στο [[πλέξιμο]], «σαΐτα», μέσω της οποίας τα νήματα του <i>πηνίου</i> διαπλέκονταν με αυτά του στημονιού, σε Ομήρ. Ιλ. <b>3. α)</b> [[χάρακας]], που χρησιμοποιούσαν χτίστες ή ξυλουργοί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. <b>β)</b> [[γνώμονας]], [[χάρακας]], σε Ανθ. <b>γ)</b> μεταφ., <i>ἀκτὶς ἡλίου</i>, κανὼν [[σαφής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[ζυγοστάτης]] ή «[[γλώσσα]]» της ζυγαριάς, σε Ανθ.<br /><b class="num">5.</b> στον πληθ., τα κλειδιά ή το [[τέρμα]] του αυλού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[regula]], [[norma]], μέτρο σύγκρισης, διακανονισμού, [[πρότυπο]] εξοχότητας, σε Ευρ.· στη Χρονολόγηση, <i>κανόνες χρονικοί</i>, ήταν οι κύριες εποχές ή περίοδοι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">• κᾰνών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[καίνω]].
}}
}}