κανών

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνών Medium diacritics: κανών Low diacritics: κανών Capitals: ΚΑΝΩΝ
Transliteration A: kanṓn Transliteration B: kanōn Transliteration C: kanon Beta Code: kanw/n

English (LSJ)

-όνος, ὁ,
A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:
1 in plural, staves which preserved the shape of the shield, ἀσπίδα δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407, cf. 8.193, Them.Or.21.257a.
2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th.822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn. D. 37.631.
3 ruddled line used by masons or carpenters, πύργους… ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6; βάθρα φοίνικι κανόνι… ἡρμοσμένα Id.HF945; also κ. λίθινος rule, straight-edge, IG12.313.113, 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 (Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5; κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); κανόνεσσι… μετρήσασθαι A.R.1.724, cf. Ar.Av.1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN1137b31 (unless = κῦμα); κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh.1354a26.
b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).
c metaph., κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra.799; λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp.650.
4 beam or tongue of the balance, στῆσαι ἐκ κανόνος AP11.334, cf. Sch.Ar.Ra.811.
5 curtain-rod, CharesFr. 4J.
6 in plural, reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).
7 bedpost, LXX Ju.13.6.
8 in plural, poles from which the ancilia were suspended when carried, D.H.2.71.
9 pl., bars of a window, PSI5.547.9(iii B. C.).
10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κανών, ib.2.2, 3.1 tit.
11 cross-bar of κιθάρα, Porph.inHarm.p.207.
II metaph., rule, standard, κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec.602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον Id.El.52; κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος… ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων) ὤν Arist.EN1113a33, cf. Arr.Epict.3.4.5; τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296; ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.; ὁ Ἐπικούρου κανών = his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κανών LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr.312.
2 in Art, model, standard, ὁ κανών, a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature, Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κανών, Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3.
c of a person, severe critic, κανών scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.
3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm, οἱ κανόνες τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25.
b metrical scheme showing all possible forms of a verse, Heph.14.1, al.
4 in Astronomy and Chronology, table of dates, κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27; sg., κανών, ὁ, system of chronology, D.H.1.74.
b astrological table, κανόνων καὶ εἰσόδων πήξεις Vett.Val.108.19.
5 limit, boundary, expl. as τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος, Poll.3.151.
b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.
6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κανόνες = the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κανών POxy.2124.10 (iv A. D.).
7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1321] όνος, ὁ (verwandt scheint κάννα), jede gerade Stange, gerader Stab, um Etwas gerade, aufrecht od. aus einander zu halten; – 1) bei Hom. sind κανόνες die beiden überkreuz gelegten Hölzer, die zur Ausspannung des Schildrandes dienen, über welche das Leder gespannt ist, welches die Fläche des Schildes bildet, oder zwei Querhölzer oben u. unten auf der inneren Seite des Schildes, an denen der Schildhalter, τελαμών, befestigt war, ehe die Handgriffe, ὄχανα, in Gebrauch kamen; Iliad. 8, 193. 13, 407. Vgl. D. Hal. 2, 71 ἃς (πέλτας) ὑπηρέται τινὲς αὐτῶν ἠρτημένας ἀπὸ κανόνων κομίζουσι. – 2) Il. 23, 760 von der webenden Frau κανών, ὅντ' εὖ μάλα χειρὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ' ἴσχει στήθεος, entweder der Garn- oder Weberbaum, od. die Spule zum Aufwickeln des Garnes, was Nonn. D. 47, 631 nachahmt, wie auch Ar. Th. 822 als Geräte der Frauen neben einander nennt τἀντίον, ὁ κανών, οἱ καλαθίσκοι, τὸ σκιάδειον; nachher auf die Männer übertr. τοῖς ἀνδράσι ἀπόλωλεν ὁ κανὼν ἐκ τῶν οἴκων αὐτῇ λόγχῃ, wo entweder an den Schild mit dem Schol. zu denken, od. an den Schaft der Lanze, κάμακα erkl. der Schol. Auch Plut. sept. sap. conv. 13 erwähnt als Vorbereitung zum Weben κανόνων διάθεσις καὶ ἀνέγερσις ἀγνύθων; vgl. noch Poll. 7, 36. Aber κανόνες αὐλαιῶν sind Gardinenstangen, Chares Ath. XII, 538 d. – 3) der Wageballen u. die Wage selbst, Poll.; vgl. Ar. Ran. 798 u. Ep. ad. 85 (XI, 334), ἔστησ' ἀμφοτέρων τὸν τρόπον ἐκ κανόνος· εἰς τὸ μέρος δὲ καθείλκετο τὸ τάλαντον; eigtl. nach Schol. Ar. Ran. 798 die Zunge am Wagebalken, τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὃν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον. – 4) die Ruthe, als Meßwerkzeug, die Meßruthe, Sp. Am Gewöhnlichsten jedes Instrument, das dazu dient, eine gerade Richtung hervorzubringen, Loth od. Setzwage, Richtscheid; ὥςτε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών Soph. frg. 421; πύργους ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν Eur. Troad. 6; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται ἡ τεκτονική Plat. Phil. 56 b; ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεθα τὸ ὀρθὸν ἢ τὸ μή, τὸν κανόνα προσφέρομεν Aesch. 3, 199; μολίβδινος Arist. Eth. 5, 14; Lineal, ταμίης γραμμῆς ἰθυπόρος Paul. Sil. 50 (VI, 64), u. öfter in der Anth. Übertr. heißt der Glück verheißende Sonnenstrahl κανὼν σαφής. Übh. Richtschnur, Regel, Vorschrift; κανόνι τοῦ καλοῦ μετρῶν Eur. Hec. 602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον El. 52; ὅσα γὰρ ἀδικημάτων νόμος τις διώρικε, ῥᾴδιον τούτῳ κανόνι χρωμένους κολάζειν τοὺς παρανομοῦντας Lycurg. 9; ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες Dem. 18, 296; καὶ μέτρον Arist. Eth. 3, 6. – So hieß eine Statue des Polykleitos κανών, die als Regel für die Schönheitsverhältnisse der menschlichen Gestalt anerkannt wurde; in der Musik das Monochord, nach dem alle übrigen Tonverhältnisse bestimmt wurden, Nicom. arithm.; so hießen auch bei den alexandrinischen Grammatikern die Sammlungen der griechischen Schriftsteller, welche sie als mustergültig anerkannten, Quint. inst. rhet. 10, 1, 54. 59; Ruhnken histor. oratt. p. XCIV; bei den K. S. diejenigen heiligen Bücher, welche die Kirche als Richtschnur u. Glaubensregel angenommen hatte, die kanonischen Bücher. – Bei den Gramm. sind κανόνες Regeln, bes. der Declination u. Conjugation, u. Regeln über die Construction, vgl. z. B. Choerobosc. in B. A. 1180. – Κανόνες χρονικοί, chronologische Hauptmomente, welche man als ausgemacht annahm, u. nach denen man die dazwischen liegenden Zeiträume berechnete, Plut. Sol. 27; vgl. D. Hal. 1, 74; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
I. barre de bois longue et droite, particul. :
1 οἱ κανόνες règles en croix qui maintenaient le derrière du bouclier ; poignée de bouclier;
2 tige d'une quenouille;
3 règle, d'ord. en bois à l'usage des maçons et des charpentiers;
II. fig. règle, type, modèle, principe ; χρονικοὶ κανόνες PLUT époques principales de l'histoire, qui servent comme de points de repère pour les événements moins importants.
Étymologie: cf. κάννα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνών: όνος ὁ
1 прут, брусок: οἱ κανόνες Hom. (внутренние) прутья щита (служившие и его основой, и его рукоятью): (ἀοπὶς) δύω κανόνεσσι ἀραρυῖα Hom. щит, укрепленный двумя брусками;
2 веретено челнок или ткацкий челнок Hom., Arph., Plut.;
3 тех. правило, отвес: βάθρα κανόνι ἡρμοσμένα Eur. построенные с помощью правила основания (Микен);
4 линейка для графления (κ. γραφίδων ἰθυτάτων φύλαξ Anth.);
5 правило, норма (κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Arph.; τῷ κανόνι τινὶ στοιχεῖν NT): ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής Eur. солнечный луч - верный руководитель;
6 (тж. κ. καὶ μέτρον Arst. и τὸ μέτρον τοῦ κανόνος NT) мера, образец, мерило (τοῦ καλοῦ Eur.; τῶν ἀγαθῶν Dem.; κ. ἀσφαλής Arst.; ἀρετῆς καὶ ὀρθότητος Plut.);
7 отвес (язычок) весов: ἱστάναι ἐκ κανόνος Anth. взвешивать на весах;
8 муз. числовые соотношения звуков (τὸν κανόνα τὸν ἐκ μιᾶς χορδῆς εὑρεῖν Diog. L.);
9 твердая отправная точка, точно установленная дата: κανόνες χρονικοί Plut. хронологические вехи, основные исторические даты (на основе которых исчислялись прочие даты);
10 канон (установленный александрийскими грамматиками список образцовых греч. писателей).

Greek (Liddell-Scott)

κανών: -όνος, ὁ, (κάννα) πᾶσα εὐθεῖα ῥάβδος, ἰδίως χρησιμεύουσα ὅπως τηρῇ τι εὐθές. 1) ἐν Ιλ. Ν. 407 λέγεται ὅτι ὁ Ἰδομενεὺς εἶχεν ἀσπίδα δύω κανόνεσσ’ ἀραρυῖαν· ἐν Ιλ. Θ. 103 περὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Νέστορος ὁ Ὅμηρος λέγει: πᾶσαν χρυσείην ἔμεναι, κανόνας τε καὶ αὐτήν· καὶ περὶ τῶν πελτῶν (ancilia) ἃς ἔφερον οἱ ἱερεῖς Σάλιοι, λέγεται ὅτι εἶχον κανόνας, Διον. Ἁλ. 2. 71. Φαίνεται δὲ ὅτι οὗτοι ἦσαν δύο ξύλιναι ῥάβδοι ἐκτεινόμεναι ἐγκαρσίως κατὰ τὸ κοῖλον μέρος τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν διήρχετο ὁ πῆχυς τῆς χειρὸς καὶ οὕτω συνεκρατεῖτο ὑπὸ τοῦ φέροντος αὐτὴν. Εἰς μεταγεν. χρόνους τὸν ἕτερον τῶν κανόνων ἀντικατέστησε λαβίς τις, (ὄχανον, πόρπαξ). 2) ἐργαλεῖον ὑφαντικόν, πιθ. ἡ κερκὶς («σαγίττα»), δι’ ἧς ἡ κλωστὴ τοῦ ὑφαδίου (πηνίου) εἰσήρχετο μεταξὺ τῶν κλωστῶν τοῦ στήμονος (μίτου), Ιλ. Ψ. 761 (ἔνθα ἰδὲ τὸν Heyne), Ἀριστοφ. Θεσμ. 822, Πλούτ. 2. 156Β, Νόνν. Δ. 37. 631. 3) κανών, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις ἢ τοῖς τέκτοσι (διαφέρων τῆς στάθμης), πύργους... ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν Εὐρ. Τρῳ. 6· βάθρα φοίνικι.. ἡρμοσμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 945· πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10. 2, Ἀνθ. Π. 11. 120· ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών, Σοφ. Ἀποσπ. 421· κανόνα προσφέρειν Αἰσχίν. 82, 26· προσάγειν Λουκ. Πῶς δεῖ ἱστ. Συγγρ. 5· κανόνεσσι.. μετρήσασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 724· ὅρα τὴν κωμικὴν περιγραφὴν τοῦ Μέτωνος μετροῦντος τὸν οὐρανὸν διὰ τοῦ κανόνος καὶ τοῦ διαβήτου, Ἀριστ. Ὄρν. 999 κἑξ.· μολίβδινος κανών, δηλ. εὔκαμπτος, εἰς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ δώσῃ πίστιν περὶ ἀκριβοῦς καταμετρήσεως, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 7, πρβλ. Ρητ. 1. 1. 5. β) «χαράκι, ρῆγα», Ἀνθ. Π. 6. 63. γ) μεταφ., κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κανὼν σαφής Εὐρ. Ἱκέτ. 650. 4) «τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὂν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον», δηλ. ἡ γλῶσσα τῆς «ζυγαριᾶς»Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 799, Ἀνθ. Π. 11. 334. 5) ῥάβδος παραπετάσματος, πολυτελεῖς αὐλαῖαι.. κανόνας ἔχουσαι περιχρύσους Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D. 6) κανόνες ἐκαλοῦντο καὶ αἱ ὀπαὶ ἢ τὰ «κλειδιὰ» τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 365. 7) αἱ ῥάβδοι κλωβίου, Ἰω. Χρυσ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. regula, norma, πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς διακανόνισιν ἢ καθορισμὸν ἄλλων πραγμάτων, κανόνι τοῦ καλοῦ μαθὼν Εὐρ. Ἑκ. 602· γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἰλ. 52· οὕτωςνόμος εἶναι κανών ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 149. 4· ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος εἶναι κανὼν καὶ μέτρον τῆς ἀληθείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 4, 5· ἡ ἐλευθερία καὶ τὸ μηδένα δεσπότην ἔχειν αὑτῶν ἦσαν τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῷν ἀγαθῶν καὶ κανόνες Δημ. 324. 28· οὕτω καὶ, ὁ Ἐπικούρου κανών, ἦτο ὁ κανὼν αὐτοῦ περὶ φιλοσοφίας, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 15· καὶ ὁ Δορυφόρος τοῦ Πολυκλείτου ἐκαλεῖτο κανών, ἤτοι ὑπόδειγμα καλῆς ἀναλογίας, ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 120. 4· - ἐν τῇ μουσικῇ τὸ μονόχορδον ἦτο ὁ κανών, ἤτοι ἡ βάσις πάντων τῶν μουσικῶν διαστημάτων, Ast. Νικομ. Θεολ. Ἀρ. σ. 318· τὸν κανόνα ἐκ μιᾶς χορδῆς εὑρεῖν Διογ. Λ. 8. 12. - παρὰ τοῖς Γραμμ. καὶ ἐν τῇ Ρητ. ὁ κανὼν ἦτο γενικός τις νόμος βασιζόμενος ἐπὶ τῶν πλειόνων πρὸς ἔλεγχον τῶν ἡμαρτημένων, Α. Β. 1180· - ἐν τῆ χρονολογίᾳ, κανόνες χρονικοὶ ἦσαν κύριαι ἐποχαί, αἵτινες ἐχρησίμευον ὅπως ὁρίζωσι πάσας τὰς ἐν τῷ μεταξὺ χρονολογίας, Πλουτ. Σόλων 27· καὶ κανών ἦτο χρονολογικὸν σύστημα, Διον. Ἁλ. 1. 74. β) ὡσαύτως, κανὼν ἦτο «τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος» Πολυδ. Γ΄, 151· μεταφ. κατὰ τὸν κανόνα «ἡμῶν, κατὰ τὰ ὅρια τῆς ἐνεργείας ἡμῶν, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 15 2) παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. Γραμμ., συλλογαὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἐκαλοῦντο κανόνες, ὡς ἄριστα ὑποδείγματα δοκίμου συγγραφῆς, Ruhnk. Hist. Crit. Orat. Graec. σ. xeiv, πρβλ. Quintil. Inst. 10. 1. 54 καὶ 59. 3) παρ’ Ἐκκλησιαστ., κανόνες ἐκαλοῦντο τὰ βιβλία ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπεδέξατο ὡς τὸν κανόνα πίστεως, τὰ ὡς θεόπνευστα ἀποδεκτὰ γενόμενα μέρη τῆς ἁγίας Γραφῆς· τὰ λεγόμενα κανονικά βιβλία Ἀθαν. Ι. 456 Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1598Α· πρβλ. κανονίζω. β) οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἄθροισμα αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8800. γ) οἱ κανονικοὶ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας. δ) κανὼν συνόδου, ἢ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. δ) κανὼν συνόδου, ἢ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, Βασίλ. ΙV. 400Β, Σωκράτ. 108Β, Σωζ. 925Β. ε) = ὁ ἰερατικὸς κατάλογος, οἱ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι Σύνοδ. Νικ. Ι. 16, 17, Ἐπιφάν. ΙΙ. 340Β, 196Α· τὰς παρθένους τὰς ἀναγεγραμμένας ἐν τῷ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνι = τὰς κανονικὰς Σωκράτ. 613Α, 121Α. ζ) = ἀκολουθία Βασίλ. 644C, Παλλάδ. Λαυσ. 1100C· κανὼν ὁ ἑωθινὸς = ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου Ἰω. Μόσχος 2856C, 2870C, 3009C, κλ. η) κανὼν ἐκκλησιαστικὸς ἐπιβαλλόμενος ὡς τιμωρία πρὸς μετάνοιαν, Βίος Βασιλ. 194Β, κλ. θ) ἐν ταῖς ἰεροτελεστίας κανὼν εἶναι σύστημα ᾠδῶν. Κανὼν πλήρης συνίσταται ἐξ’ ἐννέα ᾠδῶν· ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις κανόσιν ἡ δευτέρα ᾠδὴ λείπει· αἱ ᾠδαὶ ἐν τούτοις ἀριθμοῦνται ὡς εἰ ἡ δευτέρα ᾠδὴ κατεῖχε τὴν ἑαυτῆς θέσιν· οὕτως, ἡ τελευταία ᾠδὴ πάντοτε καλεῖται ᾠδὴ ἐνάτη, ἡ πρὸ αὐτῆς ᾠδὴ ὀγδόη καὶ οὕτω καθεξῆς, Στουδ. 1708Β, Βίος Νείλου Νεωτ. 141Α (ἴδε τετραῴδιον, τριῴδιον). - Ὁ μέγας κανών, ὁ μακρότερος ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, ψάλλεται τὴν Πέμπτην μετὰ τὴν τετάρτην Κυριακὴν τῆς Τεσσαρακοστῆς ἐν τῷ ὄρθρῳ, Τριῴδ. οἱ προεξέχοντες τῶν ποιησάντων ᾀσματικοὺς κανόνας εἶναι ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, Κοσμᾶς ὁ ἐξ Ἱεροσολύμων, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Θεόδωρος καὶ Ἰωσὴφ οἱ Στουδῖται, καὶ Θεοφάνης ὁ ἐπονομασθεὶς Γραπτὸς. Ἴδε Fabric Biblioth. Graec. τόμ. Χ. σ. 136, καὶ Κοραῆ Συνέκδ. Ἱερατικ. σ. κδ΄ ἔκδ. Παρισίων.

English (Autenrieth)

όνος: (1) shuttle or spool, by which the thread of the woof was drawn through the thread of the warp, Il. 23.761.—(2) handle on the interior of a shield, grasped by the left hand, Il. 8.193, Il. 13.407. (Il.) (See cuts Nos. 12, 16, 79; rudely represented in the adjacent cut.)

English (Strong)

from kane (a straight reed, i.e. rod); a rule ("canon"), i.e. (figuratively) a standard (of faith and practice); by implication, a boundary, i.e. (figuratively) a sphere (of activity): line, rule.

English (Thayer)

κανόνος, ὁ (κάννα, Hebrew קָנֶה a cane, reed; Arabic: <BITMAP:Arabic4> a reed, and a spear, and a straight stick or staff (cf. Vanicek, Fremdwörter etc., p. 21)), properly, a rod or straight piece of rounded wood to which anything is fastened to keep it straight; used for various purposes (see Passow (or Liddell and Scott), under the word); a measuring rod, rule; a carpenter's line or measuring tape, Schol. on Euripides, Hippolytus, 468; hence, equivalent to τό μέτρον τοῦ πηδηματος (Pollux, Onom. 3,30, 151), the measure of a leap, as in the Olympic games; accordingly in the N.T.
1. "a definitely bounded or fixed space within the limits of which one's power or influence is confined; the province assigned one; one's sphere of activity": any rule or standard, a principle or law of investigating, judging, living, acting (often so in classical Greek, as τοῦ καλοῦ, Euripides, Hec. 602; ὁροι τῶν ἀγαθῶν καί κανονες, Demosthenes, pro cor., p. 324,27): Cf. Credner, Zur Gesch. des Kanons (Hal., 1847), pp. 6ff; (especially Westcott, The Canon of the N.T., Appendix A; briefly in B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Canon Canon of Scripture; for examples of later usage see Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monolingual

κανών, -όνος, ὁ (AM)
βλ. κανόνας.

Greek Monotonic

κᾰνών: -όνος, ὁ (κάννα), οποιαδήποτε ίσια βέργα ή ράβδος·
I. 1. στον Όμηρ., οι κανόνες μιας ασπίδας φαίνεται πως ήταν δυο βέργες που διέτρεχαν κατά πλάτος το κοίλο μέρος της, μέσα από τις οποίες περνιόταν το χέρι.
2. ράβδος που χρησιμοποιούνταν στο πλέξιμο, «σαΐτα», μέσω της οποίας τα νήματα του πηνίου διαπλέκονταν με αυτά του στημονιού, σε Ομήρ. Ιλ. 3. α) χάρακας, που χρησιμοποιούσαν χτίστες ή ξυλουργοί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. β) γνώμονας, χάρακας, σε Ανθ. γ) μεταφ., ἀκτὶς ἡλίου, κανὼν σαφής, σε Ευρ.
4. ζυγοστάτης ή «γλώσσα» της ζυγαριάς, σε Ανθ.
5. στον πληθ., τα κλειδιά ή το τέρμα του αυλού, στον ίδ.
II. μεταφ., όπως το Λατ. regula, norma, μέτρο σύγκρισης, διακανονισμού, πρότυπο εξοχότητας, σε Ευρ.· στη Χρονολόγηση, κανόνες χρονικοί, ήταν οι κύριες εποχές ή περίοδοι, σε Πλούτ.
• κᾰνών: μτχ. αορ. βʹ του καίνω.

Frisk Etymological English

-όνος
Grammatical information: m.
Meaning: straight rod, bar, stave or grip to handle the shield, directive, rule, model etc. (Il.).
Dialectal forms: Myc. konon-ipi /konon-iphi/
Derivatives: Diminut. κανόνιον (Ph. Bel., Hero); κανονίς ruler, frame etc. (Arist., Ph. Bel.); κανονίης m. straight man, like a rod (Hp. Aër. 24); κανονικός belonging to the κανών (hell.); κανονωτός provided with κανόνες (pap.). Denomin. verb κανονίζω measure, decide (Arist.) with κανονισμοί pl. (Man.), κανόνισμα (AP), κανονιστικός (Choerob.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mostly connected with κάννα as *reed-stave, but perhaps the word is unrelated; on the formation Chantraine Formation 160ff. The variation α/ο shows that it is a Pre-Greek word. The Semitic etymology by Lewy Fremdw. 133 (Hebr. qānoeh measuring reed, balance) is not to be preferred. - On the history of κανών s. H. Oppel Κανών. 1937 (Philol. Suppl. 30: 4); also v. Fritz AmJPhil. 60, 112ff.; L. Wenger Canon in den römischen Rechtsquellen und in den Papyri. 1942 (WienAkSb. 220: 2); and Dölger ByzZ 42, 282ff.

Middle Liddell

κᾰνών, όνος, κάννα
I. any straight rod or bar:
1. in Hom. the κανόνες of a shield seem to have been two rods running across the hollow of the shield, through which the arm was passed.
2. a rod used in weaving, the shuttle or quill, by which the threads of the woof (πηνίον) were passed between those of the warp (μίτοσ), Il.
3. a rule used by masons or carpenters, Eur., Xen., etc.
b. a ruler, Anth.
c. metaph., ἀκτὶς ἡλίου, κανὼν σαφής, Milton's "long-levelled rule of light, " Eur.
4. the beam or tongue of the balance, Anth.
5. in plural the keys or stops of the flute, Anth.
II. metaph., like Lat. regula, norma, a rule, standard of excellence, Eur.;—in Chronology, κανόνες χρονικοί were chief epochs or eras, Plut.

Frisk Etymology German

κανών: -όνος
{kanṓn}
Grammar: m.
Meaning: ‘gerade Stange, Kettenstab, Stab od. Griff zum Festhalten des Schildes, Richtscheit, -schnur, Regel, Vorschrift, Modell' (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen, fast alle der technischen Sprache angehörig: Deminutivum κανόνιον (Ph. Bel., Hero u. a.); κανονίς Lineal, Rahmen (Arist., Ph. Bel., Inschr.); κανονίης m. stangähnlicher, gerade gewachsener Mann (Hp. Aër. 24); κανονικός [[zum κανών gehörig]], [[auf den κανών bezüglich]] (hell. u. spät); κανονωτός mit κανόνες versehen (Pap. u. a.). Denominatives Verb κανονίζω messen, abmessen, bestimmen (Arist. usw.) mit κανονισμοί pl. (Man.), κανόνισμα (AP), κανονιστικός (Choerob.).
Etymology: Wohl zu κάννα als *Rohrstab; zur Bildung Chantraine Formation 160ff. Die semitische Etymologie bei Lewy Fremdw. 133 (zu hebr. qānoeh Meßrohr, Waage) ist nicht vorzuziehen. — Zur Bedeutungsgeschichte von κανών s. H. Oppel Κανών. 1937 (Philol. Suppl. 30: 4); dazu v. Fritz AmJPhil. 60, 112ff.; L. Wenger Canon in den römischen Rechtsquellen und in den Papyri. 1942 (WienAkSb. 220: 2); dazu Dölger ByzZ 42, 282ff.; außerdem Hatzidakis Ἀθ. 38, 3ff. (Bed.-entwicklung im Neugr.), Jüthner WienStud. 53, 68ff. (als Sportterminus).
Page 1,780

Chinese

原文音譯:kanèn 卡農
詞類次數:名詞(5)
原文字根:準則
字義溯源:準則,界限,法則,度量,測量的桿,地步;源自(Κανδάκη)X*=蘆葦)。‘準則,法則’這字在神學上極為重要,因為當初他們認定這66卷書,是出於神聖啓示,合乎這準則的,採納為聖經。其他的書卷不合乎這準則,就沒有被採納,不列入聖經,只作參考之用
出現次數:總共(4);林後(3);加(1)
譯字彙編
1) 界限(2) 林後10:13; 林後10:16;
2) 準則(1) 加6:16;
3) 度量(1) 林後10:15

English (Woodhouse)

criterion, measure, standard, carpenter's rule, line for testing perpendicularity, rod for measuring, rule of conduct, rule

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κάθε ἴσια ράβδος, χαράκι). Σχετίζεται μέ τό κάννη (=καλάμι).
Παράγωγα: κανονίζω (=ρυθμίζω), κανονικός, κανόνισμα, κανονισμός, κανονάρχης.

Translations

boundary

Arabic: حَدّ‎; Armenian: սահման; Belarusian: мяжа, грані́ца; Bulgarian: граница; Catalan: frontera, terme; Chinese Mandarin: 邊界/边界; Czech: hranice; Dutch: grens; Estonian: piir; Finnish: raja, reuna, rajaviiva; French: frontière, limite; Gagauz: graniţa, граница; Galician: fronteira, estrema, linde, límite, lindeiro, derrego; Georgian: მიჯნა; German: Grenze; Gothic: 𐌼𐌰𐍂𐌺𐌰; Greek: σύνορο, όριο; Ancient Greek: κανών, μεσόριον, μεσούριον, ὁρία, ὅρια, ὅριον, ὅρισμα, ὁρισμός, ὁροθέσια, ὅρος, οὖρον, οὖρος, πέρας, τέκμαρ, τέκμωρ, τέλσον, τέρμα, τέρμων, φόσσατον; Hebrew: גְּבוּל‎; Hungarian: határ, mezsgye; Italian: confine, limite; Japanese: 境界, 境; Kikuyu: mũhaka; Kurdish Central Kurdish: سِنور‎; Latin: terminus, finis; Lithuanian: riba; Malayalam: അതിർത്തി, അതിര്; Manchu: ᡠᠵᠠᠨ; Maori: kotinga, matawehe, pātanga, rohenga, rohe tauārai, paenga, taupā, tepe, aukati, tuakoi, ripa; Mongolian: хил, зааг, хилийн шугам, саад тотгор, тээг, садаа; Norwegian Bokmål: grense, avgrensing; Nynorsk: grense, avgrensing; Oromo: daangaa; Persian: مرز‎; Polish: granica; Portuguese: fronteira; Romanian: frontieră, graniță, limită; Russian: граница, межа; Slovak: hranica, medza; Somali: xad; Spanish: frontera, límite, linde, lindero; Swahili: mpaka; Swedish: gräns; Tagalog: hangganan; Tamil: எல்லை; Tyap: gak; Ukrainian: кордон, межа, границя; Welsh: ffin; Zazaki: sinor