3,271,449
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰνών:''' -όνος, ὁ ([[κάννα]]), οποιαδήποτε ίσια [[βέργα]] ή [[ράβδος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> στον Όμηρ., οι <i>κανόνες</i> μιας ασπίδας φαίνεται πως ήταν δυο βέργες που διέτρεχαν κατά [[πλάτος]] το κοίλο [[μέρος]] της, μέσα από τις οποίες περνιόταν το [[χέρι]].<br /><b class="num">2.</b> [[ράβδος]] που χρησιμοποιούνταν στο [[πλέξιμο]], «σαΐτα», μέσω της οποίας τα νήματα του <i>πηνίου</i> διαπλέκονταν με αυτά του στημονιού, σε Ομήρ. Ιλ. <b>3. α)</b> [[χάρακας]], που χρησιμοποιούσαν χτίστες ή ξυλουργοί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. <b>β)</b> [[γνώμονας]], [[χάρακας]], σε Ανθ. <b>γ)</b> μεταφ., <i>ἀκτὶς ἡλίου</i>, κανὼν [[σαφής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[ζυγοστάτης]] ή «[[γλώσσα]]» της ζυγαριάς, σε Ανθ.<br /><b class="num">5.</b> στον πληθ., τα κλειδιά ή το [[τέρμα]] του αυλού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[regula]], [[norma]], μέτρο σύγκρισης, διακανονισμού, [[πρότυπο]] εξοχότητας, σε Ευρ.· στη Χρονολόγηση, <i>κανόνες χρονικοί</i>, ήταν οι κύριες εποχές ή περίοδοι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">• κᾰνών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[καίνω]]. | |lsmtext='''κᾰνών:''' -όνος, ὁ ([[κάννα]]), οποιαδήποτε ίσια [[βέργα]] ή [[ράβδος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> στον Όμηρ., οι <i>κανόνες</i> μιας ασπίδας φαίνεται πως ήταν δυο βέργες που διέτρεχαν κατά [[πλάτος]] το κοίλο [[μέρος]] της, μέσα από τις οποίες περνιόταν το [[χέρι]].<br /><b class="num">2.</b> [[ράβδος]] που χρησιμοποιούνταν στο [[πλέξιμο]], «σαΐτα», μέσω της οποίας τα νήματα του <i>πηνίου</i> διαπλέκονταν με αυτά του στημονιού, σε Ομήρ. Ιλ. <b>3. α)</b> [[χάρακας]], που χρησιμοποιούσαν χτίστες ή ξυλουργοί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. <b>β)</b> [[γνώμονας]], [[χάρακας]], σε Ανθ. <b>γ)</b> μεταφ., <i>ἀκτὶς ἡλίου</i>, κανὼν [[σαφής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[ζυγοστάτης]] ή «[[γλώσσα]]» της ζυγαριάς, σε Ανθ.<br /><b class="num">5.</b> στον πληθ., τα κλειδιά ή το [[τέρμα]] του αυλού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[regula]], [[norma]], μέτρο σύγκρισης, διακανονισμού, [[πρότυπο]] εξοχότητας, σε Ευρ.· στη Χρονολόγηση, <i>κανόνες χρονικοί</i>, ήταν οι κύριες εποχές ή περίοδοι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">• κᾰνών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[καίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰνών:''' όνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> прут, брусок: οἱ κανόνες Hom. (внутренние) прутья щита (служившие и его основой, и его рукоятью): (ἀοπὶς) [[δύω]] κανόνεσσι ἀραρυῖα Hom. щит, укрепленный двумя брусками;<br /><b class="num">2)</b> веретено или ткацкий челнок Hom., Arph., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> тех. правило, отвес: [[βάθρα]] κανόνι ἡρμοσμένα Eur. построенные с помощью правила основания (Микен);<br /><b class="num">4)</b> линейка для графления (κ. γραφίδων ἰθυτάτων [[φύλαξ]] Anth.);<br /><b class="num">5)</b> правило, норма (κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Arph.; τῷ κανόνι τινὶ στοιχεῖν NT): ἀκτὶς ἡλίου, κ. [[σαφής]] Eur. солнечный луч - верный руководитель;<br /><b class="num">6)</b> (тж. κ. καὶ [[μέτρον]] Arst. и τὸ [[μέτρον]] τοῦ κανόνος NT) мера, образец, мерило (τοῦ καλοῦ Eur.; τῶν ἀγαθῶν Dem.; κ. [[ἀσφαλής]] Arst.; ἀρετῆς καὶ ὀρθότητος Plut.);<br /><b class="num">7)</b> отвес (язычок) весов: ἱστάναι ἐκ κανόνος Anth. взвешивать на весах;<br /><b class="num">8)</b> муз. числовые соотношения звуков (τὸν κανόνα τὸν ἐκ μιᾶς χορδῆς [[εὑρεῖν]] Diog. L.);<br /><b class="num">9)</b> твердая отправная точка, точно установленная дата: κανόνες χρονικοί Plut. хронологические вехи, основные исторические даты (на основе которых исчислялись прочие даты);<br /><b class="num">10)</b> канон (установленный александрийскими грамматиками список образцовых греч. писателей). | |||
}} | }} |