συνοπαδός: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [[ὀπαδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ακόλουθος]] («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]].
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [[ὀπαδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ακόλουθος]] («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοπᾱδός:''' ὁ, [[συνακόλουθος]], [[συνοδός]], [[σύντροφος]], σε Πλάτ.
}}
}}