Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνοπαδός

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοπᾱδός Medium diacritics: συνοπαδός Low diacritics: συνοπαδός Capitals: ΣΥΝΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: synopadós Transliteration B: synopados Transliteration C: synopados Beta Code: sunopado/s

English (LSJ)

συνοπαδόν, Ion. συνοπηδός, following along with, accompanying, τοῖς ἀνθρώποις Pl.Sph.216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.Phdr.248c; ξείνῳ σ. A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; ἐν αὐλοῖς σ. Telest.5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon, compagne de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀπαδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.

German (Pape)

[ᾱ], zugleich folgend, begleitend; Plat. Phaedr. 248c, Soph. 216b; Panyasis bei Ath. II.37a in ion. Form συνοπηδός.

Russian (Dvoretsky)

συνοπᾱδός: сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοπᾱδός: -όν, συνακόλουθος, συνοδεύων τινά, ψυχὴ θεῷ ξ. γενομένη Πλάτ. Φαῖδρ. 248C· ξείνῳ συνοπαδὸς ἐοῦσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 745· ὄνειρα σ. ἀοιδῆς Πανύασις 1. 13· ἐν αὐλοῖς σ. Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 626Α· ― ἀπολ., σύντροφος, Πλάτ. Σοφιστ. 216Β.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α ὀπαδός
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.

Greek Monotonic

συνοπᾱδός: ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,
a companion, Plat.