Anonymous

συνοπαδός: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [[ὀπαδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ακόλουθος]] («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]].
}}
}}