3,274,216
edits
(44) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[λόγια]] φρ.) «αυτός έφα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[γνώμη]] που έχει εκφραστεί από [[αυθεντία]], [[χωρίς]] να επιδέχεται [[καμιά]] [[αμφισβήτηση]], και η οποία προέρχεται από τη [[φράση]] που χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι για τις ρήσεις του δασκάλου τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]], [[διακηρύσσω]], [[ισχυρίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]] («φῆ γὰρ ὅγ' αἱρήσειν Πριάμου πόλιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω <i>ναι</i>, [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] («φῂς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προστάζω]] («Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῑσαν φέρειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγράφω]]<br /><b>6.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὔ φημι</i><br />δεν [[συναινώ]], [[αρνούμαι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] τινος [[φημί]]» — [[ομιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φημί]] / <i>φᾱμί</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bh</i><i>ā</i>/<i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λέγω]], [[μιλώ]]» και μπορεί να συνδεθεί με διάφορους τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>bam</i>, <i>bas</i>, <i>bay</i> «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[φημί]], <i>φῄς</i>, <i>φησί</i>), bay «[[λέξη]], [[έκφραση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φᾰτις</i>), <i>ban</i> «[[λέξη]], [[συζήτηση]]», λατ. <i>f</i><i>ā</i><i>ma</i> (<b>πρβλ.</b> [[φήμη]]), <i>for</i>, <i>f</i><i>ā</i><i>ri</i> «[[μιλώ]]», <i>f</i><i>ā</i><i>bula</i> «[[λόγος]]», λατ. <i>făteor</i> «[[ομολογώ]]», αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>, αγγλοσαξ. <i>boen</i> «[[παράκληση]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. σλαβ. <i>bajo</i> «[[μιλώ]]» (με [[επίθημα]] -<i>jo</i>). Από σημασιολογική [[άποψη]], αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/<i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>- εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ: α) «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαίνω]], <i>φως</i>) και με τις επεκτεταμένες μορφές <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <i>bhea</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φαίνω]]), <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως») και β) «[[δηλώνω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]» στο ρ. [[φημί]] και με την επεκτεταμένη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>ban</i>, αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>). Η [[σχέση]] τών δύο αυτών σημασιών μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω της ακόλουθης σημασιολογικής εξέλιξης: «[[λάμπω]], [[φωτίζω]], [[φέρνω]] στο φως» και, [[επομένως]], «[[δηλώνω]], [[παρουσιάζω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]». Η [[διπλή]] αυτή σημ. της ρίζας μπορεί να παρατηρηθεί και σε ορισμένους τ. της ίδιας οικογένειας (<b>πρβλ.</b> τις σημ. τών τ. [[πιφαύσκω]], [[φάσις]], [[πρόφασις]]), ενώ παρόμοια δισημία εμφανίζουν και άλλοι τ., όπως λ.χ. το ρ. <i>ἀποδηλῶ</i> «[[φανερώνω]], [[εξηγώ]]», το λατ. <i>declaro</i> «[[φανερώνω]], [[δηλώνω]]», η ΙΕ [[ρίζα]] <i>sek</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]], [[δείχνω]], [[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἄσπετος]]). Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η [[περίπτωση]] ύπαρξης μιας ρίζας με [[μορφή]] <i>bhen</i>- «[[μιλώ]]» (στην οποία οδηγούν και τ. σαν τα αρχ. ινδ. <i>bhanati</i> «μιλά» και αρχ. άνω γερμ. <i>bannan</i> «[[διατάζω]]»), παράλληλα [[προς]] τη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (για τη δυσερμήνευτη [[σχέση]] τών <i>bhen</i>-: <i>bhea</i><sub>2</sub>- <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>g</i><sup>w</sup><i>em</i>-: <i>g</i><sup>w</sup><i>e</i><i>ә</i><sub>2</sub>- του ρ. [[βαίνω]]). Το ρ. [[φημί]], εγκλιτικό στην οριστική [[εκτός]] από το β' εν. [[πρόσωπο]] <i>φής</i>, εμφανίζει [[κατά]] την [[κλίση]] του, [[καθώς]] και στα παράγωγά του, [[είτε]] το θ. <i>φᾱ</i>-/<i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>φη</i>-<i>ν</i>, μέλλ. <i>φή</i>-<i>σω</i>, <i>φή</i>-<i>μη</i>) [[είτε]] το θ. <i>φᾰ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> απρμφ. <i>φᾰναι</i>, <i>φᾰτις</i>). Το ρ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του γ' εν. προσώπου <i>pasi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φατικός]], [[φήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάσις]] (II), [[φατειός]], [[φάτης]], [[φάτις]], [[φατός]] (Ι), [[φήμα]], [[φήμις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ανάφημι</i>, [[αντίφημι]], [[απόφημι]], [[έκφημι]], [[επίφημι]], [[κατάφημι]], [[μετάφημι]], [[παράφημι]], [[προαπόφημι]], [[προσαπόφημι]], [[πρόσφημι]], [[πρόφημι]], [[σύμφημι]], [[συνεπίφημι]]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[λόγια]] φρ.) «αυτός έφα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[γνώμη]] που έχει εκφραστεί από [[αυθεντία]], [[χωρίς]] να επιδέχεται [[καμιά]] [[αμφισβήτηση]], και η οποία προέρχεται από τη [[φράση]] που χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι για τις ρήσεις του δασκάλου τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]], [[διακηρύσσω]], [[ισχυρίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]] («φῆ γὰρ ὅγ' αἱρήσειν Πριάμου πόλιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω <i>ναι</i>, [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] («φῂς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προστάζω]] («Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῑσαν φέρειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγράφω]]<br /><b>6.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὔ φημι</i><br />δεν [[συναινώ]], [[αρνούμαι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] τινος [[φημί]]» — [[ομιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φημί]] / <i>φᾱμί</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bh</i><i>ā</i>/<i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λέγω]], [[μιλώ]]» και μπορεί να συνδεθεί με διάφορους τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>bam</i>, <i>bas</i>, <i>bay</i> «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[φημί]], <i>φῄς</i>, <i>φησί</i>), bay «[[λέξη]], [[έκφραση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φᾰτις</i>), <i>ban</i> «[[λέξη]], [[συζήτηση]]», λατ. <i>f</i><i>ā</i><i>ma</i> (<b>πρβλ.</b> [[φήμη]]), <i>for</i>, <i>f</i><i>ā</i><i>ri</i> «[[μιλώ]]», <i>f</i><i>ā</i><i>bula</i> «[[λόγος]]», λατ. <i>făteor</i> «[[ομολογώ]]», αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>, αγγλοσαξ. <i>boen</i> «[[παράκληση]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. σλαβ. <i>bajo</i> «[[μιλώ]]» (με [[επίθημα]] -<i>jo</i>). Από σημασιολογική [[άποψη]], αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/<i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>- εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ: α) «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαίνω]], <i>φως</i>) και με τις επεκτεταμένες μορφές <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <i>bhea</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φαίνω]]), <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως») και β) «[[δηλώνω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]» στο ρ. [[φημί]] και με την επεκτεταμένη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>ban</i>, αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>). Η [[σχέση]] τών δύο αυτών σημασιών μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω της ακόλουθης σημασιολογικής εξέλιξης: «[[λάμπω]], [[φωτίζω]], [[φέρνω]] στο φως» και, [[επομένως]], «[[δηλώνω]], [[παρουσιάζω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]». Η [[διπλή]] αυτή σημ. της ρίζας μπορεί να παρατηρηθεί και σε ορισμένους τ. της ίδιας οικογένειας (<b>πρβλ.</b> τις σημ. τών τ. [[πιφαύσκω]], [[φάσις]], [[πρόφασις]]), ενώ παρόμοια δισημία εμφανίζουν και άλλοι τ., όπως λ.χ. το ρ. <i>ἀποδηλῶ</i> «[[φανερώνω]], [[εξηγώ]]», το λατ. <i>declaro</i> «[[φανερώνω]], [[δηλώνω]]», η ΙΕ [[ρίζα]] <i>sek</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]], [[δείχνω]], [[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἄσπετος]]). Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η [[περίπτωση]] ύπαρξης μιας ρίζας με [[μορφή]] <i>bhen</i>- «[[μιλώ]]» (στην οποία οδηγούν και τ. σαν τα αρχ. ινδ. <i>bhanati</i> «μιλά» και αρχ. άνω γερμ. <i>bannan</i> «[[διατάζω]]»), παράλληλα [[προς]] τη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (για τη δυσερμήνευτη [[σχέση]] τών <i>bhen</i>-: <i>bhea</i><sub>2</sub>- <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>g</i><sup>w</sup><i>em</i>-: <i>g</i><sup>w</sup><i>e</i><i>ә</i><sub>2</sub>- του ρ. [[βαίνω]]). Το ρ. [[φημί]], εγκλιτικό στην οριστική [[εκτός]] από το β' εν. [[πρόσωπο]] <i>φής</i>, εμφανίζει [[κατά]] την [[κλίση]] του, [[καθώς]] και στα παράγωγά του, [[είτε]] το θ. <i>φᾱ</i>-/<i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>φη</i>-<i>ν</i>, μέλλ. <i>φή</i>-<i>σω</i>, <i>φή</i>-<i>μη</i>) [[είτε]] το θ. <i>φᾰ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> απρμφ. <i>φᾰναι</i>, <i>φᾰτις</i>). Το ρ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του γ' εν. προσώπου <i>pasi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φατικός]], [[φήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάσις]] (II), [[φατειός]], [[φάτης]], [[φάτις]], [[φατός]] (Ι), [[φήμα]], [[φήμις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ανάφημι</i>, [[αντίφημι]], [[απόφημι]], [[έκφημι]], [[επίφημι]], [[κατάφημι]], [[μετάφημι]], [[παράφημι]], [[προαπόφημι]], [[προσαπόφημι]], [[πρόσφημι]], [[πρόφημι]], [[σύμφημι]], [[συνεπίφημι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φημί:''' (√<i>ΦΑ</i>, πρβλ. [[φάω]]), [[φῄς]], [[φησί]], πληθ. <i>φᾰμέν</i>, <i>φᾰτέ</i>, <i>φᾱσί</i>, Δωρ. <i>φᾱμί</i>, <i>φᾱσί</i> ή <i>φᾱτί</i>, γʹ πληθ. [[φαντί]]· αόρ. βʹ [[ἔφην]], (Επικ. <i>φήν</i>), [[ἔφησθα]], [[σπανίως]] [[ἔφης]] (Επικ. <i>φῆσθα</i>, <i>φῆς</i>), <i>ἔφη</i> (Επικ. <i>φῆ</i>, Δωρ. <i>φᾶ</i>), γʹ πληθ. <i>ἔφᾰσαν</i> ή <i>ἔφᾰν</i>, Επικ. [[φάν]]· προστ. <i>φᾰθί</i>· υποτ. <i>φῶ</i>, [[φῇς]], <i>φῇ</i> (Επικ. <i>φῄσιν</i>, [[φήῃ]])· ευκτ. [[φαίην]],<br /><b class="num">I.</b> πληθ. <i>φαῖμεν</i>, γʹ πληθ. <i>φαῖεν</i>, <i>φαίησαν</i>· απαρ. [[φάναι]], ποιητ. <i>φάμεν</i>, μτχ. [[φάς]], <i>φᾶσα</i>, [[φάν]]· μέλ. <i>φήσω</i>, Δωρ. <i>φᾱσῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφησα</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>φᾶσε</i>, ευκτ. <i>φήσειε</i>, μτχ. <i>φήσας</i> — Μέσ., αόρ. βʹ [[ἐφάμην]], <i>ἔφᾰτο</i> (Επικ. [[φάτο]]), <i>ἔφαντο</i> (Επικ. <i>φάντο</i>)· προστ. [[φάο]], [[φάσθω]], [[φάσθε]]· απαρ. [[φάσθαι]], μτχ. [[φάμενος]], μέλ. Δωρ. φάσομαι [ᾱ] — Παθ., γʹ ενικ. προστ. παρακ. <i>πεφάσθω</i>, μτχ. [[πεφασμένος]].<br /><b class="num">II.</b> Ο Ενέργ. παρατ. έπρεπε να είναι [[ἔφην]], όπως ο αόρ. βʹ, [[αλλά]] το <i>ἔφασκον</i> χρησιμοποιήθηκε γενικά στη [[θέση]] του. Ριζική [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διακηρύσσω]], κάνω γνωστό, λέω, [[διαβεβαιώνω]], [[ισχυρίζομαι]] ή απόλ. ή ακολουθ. από απαρ. ή από αιτ.· το απαρ. πολλές φορές παραλείπεται, <i>σὲ κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>Κορινθίους τί φῶμεν;</i> τί να πούμε γι' αυτούς;, σε Ξεν.· [[έπειτα]], [[καθώς]] ό,τι λέει [[κάποιος]] [[συνήθως]] εκφράζει την [[πεποίθηση]] ή τη [[γνώμη]] του, [[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν' [[ἔμμεναι]] ἄφρονά τε, θα έλεγες, θα νόμιζες ότι αυτός ήταν..., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ φαθὶ λεύσσειν</i>, μη νομίζεις ότι βλέπεις, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές φράσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[φασί]], λένε, λέγεται, σε Όμηρ., Αττ.· [[αλλά]] σε πεζογράφους επίσης [[φησί]], όπως το γαλλικό on dit, σε Δημ. (ομοίως Λατ. inquit, ait).<br /><b class="num">2.</b> το [[φημί]] μερικές φορές συνάπτεται με συνώνυμο ρήμ. τύπο, π.χ. <i>ἔφηλέγων</i>, <i>ἔφησε λέγων</i>, σε Ηρόδ.· <i>λέγει οὐδὲν φαμένη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> σε επαναλαμβανόμενους διαλόγους, το [[ρήμα]] [[συνήθως]] πηγαίνει [[πριν]] από το υποκείμενό του (προτάσσεται), [[ἔφην]] [[ἐγώ]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], [[είπα]], είπε ο [[Σωκράτης]]· [[αλλά]] η [[σειρά]] μερικές φορές αλλάζει [[ἐγώ]] [[ἔφην]], ὁ [[Σωκράτης]] ἔφη.<br /><b class="num">III.</b> με πιο περιορισμένη [[έννοια]], όπως το [[κατάφημι]], λέω ναι, [[βεβαιώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· καὶ τοὺς [[φάναι]], και είπαν ναι, σε Ηρόδ.· [[καί]] φημι, [[κἀπόφημι]], σε Σοφ.· επίσης, οὐ [[φημί]], σημαίνει, λέω όχι, [[αρνούμαι]], δεν [[αποδέχομαι]]· <i>ἡΠυθίη οὐκ ἔφη χρήσειν</i>, είπε ότι δεν θα χρησμοδοτήσει, σε Ηρόδ.· <i>ἐὰνμὴ φῇ</i>, εάν πει όχι, σε Αριστοφ.· [[φάθι]] ἢ μή, πες ναι ή όχι, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |