κατῶρυξ: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῡ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]].
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῡ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατῶρυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[κατορύσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> βυθισμένος ή χωμένος στη γη, <i>ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κατωρυχής]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπόγειος]], αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουσ., [[κατῶρυξ]], <i>ἡ</i>, [[λάκκος]], [[σκάμμα]], όρυγμα, [[σπήλαιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> θαμμένος [[θησαυρός]], σε Ευρ.
}}
}}