3,274,198
edits
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=υχος ([[ὀρύσσω]]): dug in, buried or [[firmly]] [[set]] in the [[earth]]. (Od.) | |auten=υχος ([[ὀρύσσω]]): dug in, buried or [[firmly]] [[set]] in the [[earth]]. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῡ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]. | |||
}} | }} |