οὕτως: Difference between revisions

3,317 bytes added ,  30 December 2018
5
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ούτω (ΑΜ [[οὕτως]] και οὕτω) [[ούτος]]<br />(το [[ούτως]] συν. [[πριν]] από [[φωνήεν]], ενώ το <i>ούτω</i> [[πριν]] από [[σύμφωνο]]) (τροπ. επίρρ.) κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], [[έτσι]] («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούτως]] εχόντων τών πραγμάτων» — [[κάτω]] από αυτές τις συνθήκες ή περιστάσεις, όπως έχουν τα πράγματα<br />β) «[[ούτως]] ή [[άλλως]]» — [[πάντως]], [[οπωσδήποτε]], [[έτσι]] κι [[αλλιώς]]<br />γ) «[[ούτως]] ειπείν» — [[κατά]] κάποιον τρόπο, σαν να λέμε<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (όταν αναφέρεται σ' αυτό που ακολουθεί) ως [[εξής]] («οὕτω χρὴ ποιεῑν ἐάν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (μερικές φορές με συμπερ. [[έννοια]]) γι' αυτό, όθεν<br /><b>3.</b> (με επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῑν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (με μειωτική [[δύναμη]]) [[απλώς]] μόνο<br /><b>5.</b> εκ του προχείρου, [[αμέσως]] («ἄλλ' [[οὕτως]] ἄπει;», <b>Σοφ.</b>)<br />II. ΙΔΙΑΖΟΥΣΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. με προστακτική για [[έμφαση]] («κεῑσ' [[οὕτως]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ευχές ή προσευχές («ὅτω νῡν [[Ζεὺς]] θείη» — [[έτσι]] να δώσει ο [[θεός]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] την [[έναρξη]] διήγησης<br />III. ΘΕΣΗ: 1. συν. τίθεται [[πριν]] από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει, [[αλλά]] στους ποιητές μερικές φορές [[μετά]] από αυτήν («[[λίην]] οὕτω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> σπαν. στο [[τέλος]] πρότασης<br /><b>3.</b> μερικές φορές χωρίζεται από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει («[[οὕτως]] ἔχει τι δεινόν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=και ούτω (ΑΜ [[οὕτως]] και οὕτω) [[ούτος]]<br />(το [[ούτως]] συν. [[πριν]] από [[φωνήεν]], ενώ το <i>ούτω</i> [[πριν]] από [[σύμφωνο]]) (τροπ. επίρρ.) κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], [[έτσι]] («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούτως]] εχόντων τών πραγμάτων» — [[κάτω]] από αυτές τις συνθήκες ή περιστάσεις, όπως έχουν τα πράγματα<br />β) «[[ούτως]] ή [[άλλως]]» — [[πάντως]], [[οπωσδήποτε]], [[έτσι]] κι [[αλλιώς]]<br />γ) «[[ούτως]] ειπείν» — [[κατά]] κάποιον τρόπο, σαν να λέμε<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (όταν αναφέρεται σ' αυτό που ακολουθεί) ως [[εξής]] («οὕτω χρὴ ποιεῑν ἐάν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (μερικές φορές με συμπερ. [[έννοια]]) γι' αυτό, όθεν<br /><b>3.</b> (με επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῑν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (με μειωτική [[δύναμη]]) [[απλώς]] μόνο<br /><b>5.</b> εκ του προχείρου, [[αμέσως]] («ἄλλ' [[οὕτως]] ἄπει;», <b>Σοφ.</b>)<br />II. ΙΔΙΑΖΟΥΣΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. με προστακτική για [[έμφαση]] («κεῑσ' [[οὕτως]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ευχές ή προσευχές («ὅτω νῡν [[Ζεὺς]] θείη» — [[έτσι]] να δώσει ο [[θεός]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] την [[έναρξη]] διήγησης<br />III. ΘΕΣΗ: 1. συν. τίθεται [[πριν]] από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει, [[αλλά]] στους ποιητές μερικές φορές [[μετά]] από αυτήν («[[λίην]] οὕτω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> σπαν. στο [[τέλος]] πρότασης<br /><b>3.</b> μερικές φορές χωρίζεται από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει («[[οὕτως]] ἔχει τι δεινόν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὕτως:''' [[πριν]] από [[σύμφωνο]] [[οὕτω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ. του [[οὗτος]], όπως το Λατ. sic του [[hic]], δι' [[αυτού]] του μέσου ή μ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, [[λοιπόν]]· κανονικά, το [[οὕτως]] προηγείται και αναμένει [[απόδοση]] από το <i>ὡς</i>, όπως το Λατ. sic με το ut, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[οὕτω]] δὴ [[ἔσται]], έτσι θα γίνει [[λοιπόν]], αιτιολογώντας ό,τι έχει προηγηθεί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην [[πεζογραφία]] το [[οὕτως]] μόνο του σε απαντήσεις, έτσι επίσης, έτσι ακριβώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σε ευχές ή προσευχές, [[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεὺς]] θείη (όπως το sic te [[diva]] regatτου Οράτ.), σε Ομήρ. Οδ.· [[οὕτως]] [[ὀναίμην]] [[τῶν]] τέκνων, <i>[[μισώ]] τον άνδρα</i> (όπως στην Αγγλική so help me God), σε Αριστοφ.· [[οὕτω]] νομιζοίμην [[σοφός]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ξεκινώτας μια [[αφήγηση]], [[οὕτω]] ποτ' ἦν [[μῦς]] καὶ [[γαλῆ]], έτσι μια [[φορά]] κι έναν καιρό..., στον ίδ.· ἦνοὕτω δὴ [[παῖς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[οὕτως]] ἔχειν, [[οὕτως]] ἔχειν τινός, βλ. [[ἔχω]] Β. II. 2· το <i>ἔχειν</i> μερικές φορές παραλείπεται, τούτων μὲν [[οὕτω]], έτσι, τόσο ως προς αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> εἰς [[τοῦτο]], [[οὕτω]] τάρβους, σε τέτοιο [[σημείο]] τρόμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">6.</b> το [[οὕτω]] ή το [[οὕτω]] δή, εισάγουν την [[απόδοση]] μιας δευτερεύουσας πρότασης, [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]], [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονε, σε Ηρόδ.· [[μετά]] από μτχ., <i>ἐν κλιβάνῳ πνίξαντες</i>, [[οὕτω]] τρώγουσι, δηλ. [[ἐπειδὴ]] ἔπνιξαν [[οὕτω]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως συμπερασματικό, Λατ. [[itaque]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με επίθ. ή επίρρ., τόσο, τόσο [[πολύ]], τόσο μεγάλο· καλὸς [[οὕτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρυμνόθεν]] [[οὕτως]], τόσο πλήρως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b>όπως το [[αὕτως]], με μειωμένη ισχύ, έτσι, [[απλώς]] έτσι, [[απλώς]], όπως το Λατ. sic, μὰψ [[οὕτως]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πίνοντας πρὸς ἡδονήν (όπως το jacentes sic tempere του Οράτ.), σε Πλάτ.· επίσης, [[παρευθύς]], [[αμέσως]], στον ίδ.· οὐ... [[οὕτως]] ἄπει = [[impune]], σε Ευρ.
}}
}}