ὀνομαστός: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνομαστός]] και ιων. τ. [[οὐνομαστός]] και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) [[ονομάζω]]<br />αυτός που το όνομά του [[είναι]] γνωστό, αυτός που έχει [[φήμη]], φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[άξιος]] να ονομάζεται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνομαστά</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνομαστός]] και ιων. τ. [[οὐνομαστός]] και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) [[ονομάζω]]<br />αυτός που το όνομά του [[είναι]] γνωστό, αυτός που έχει [[φήμη]], φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[άξιος]] να ονομάζεται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνομαστά</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομαστός:''' Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν ([[ὀνομάζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ [[ὀνομαστός]], αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. [[ακατονόμαστος]], [[βδελυρός]], Λατ. [[infandus]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ξακουστό όνομα ή [[φήμη]], [[αξιομνημόνευτος]], [[ξακουστός]], [[επιφανής]], [[περίφημος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}