ὀμφή: Difference between revisions

776 bytes added ,  30 December 2018
5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀμφή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνή]] θεού<br /><b>2.</b> [[χρησμός]] που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> γλυκιά και μελωδική, αρμονική [[φωνή]]<br /><b>4.</b> [[φωνή]], [[ήχος]] («μύθων τ' αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμφή]]<br />[[φήμη]] [[θεία]], κληδὼν [[θεία]]. [[φωνή]], [[δόξα]], [[πνοή]], ὀνείρου φαντάσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ., η οποία ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>song</i><sup>w</sup><i>h</i><i>ā</i> και αποτελεί παρ. ενός ρήματος <i>seng</i><sup>w</sup><i>h</i>- «[[τραγουδώ]]», που μαρτυρείται στη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>singen</i> «[[τραγουδώ]]», αγγλ. <i>sing</i>). Η ελλ. λ. [[ὀμφή]] αντιστοιχεί με το γοτθ. ουσ. αρσ. γένους <i>saggws</i> «[[τραγούδι]], [[μουσική]], [[απαγγελία]]» (για τη [[διαφορά]] γένους [[ανάμεσα]] στην ελλ. και γοτθ. λ. <b>πρβλ.</b> [[νόμος]]: [[νομή]], [[τόμος]]: [[τομή]]). Τέλος, η λ. [[ὀμφή]] απαντά πιθ. ως α' συνθετικό στο κυπρ. ανθρωπωνύμιο <i>ὈμφοκλέFης</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀμφή]], λακων. τ. ὀμφὰ, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[πνοή]]» <br />β) «ὀμφὰ<br />[[ὀσμή]], Λάκωνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] τών [[νέφος]], [[νεφέλη]] (για το αρκτικό <i>ο</i>- της λ. <b>πρβλ.</b> <i>ὀ</i>-<i>μφαλός</i>). Ανάλογη θεωρείται και η [[προέλευση]] της λ. [[ὄμβρος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀμφή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνή]] θεού<br /><b>2.</b> [[χρησμός]] που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> γλυκιά και μελωδική, αρμονική [[φωνή]]<br /><b>4.</b> [[φωνή]], [[ήχος]] («μύθων τ' αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμφή]]<br />[[φήμη]] [[θεία]], κληδὼν [[θεία]]. [[φωνή]], [[δόξα]], [[πνοή]], ὀνείρου φαντάσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ., η οποία ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>song</i><sup>w</sup><i>h</i><i>ā</i> και αποτελεί παρ. ενός ρήματος <i>seng</i><sup>w</sup><i>h</i>- «[[τραγουδώ]]», που μαρτυρείται στη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>singen</i> «[[τραγουδώ]]», αγγλ. <i>sing</i>). Η ελλ. λ. [[ὀμφή]] αντιστοιχεί με το γοτθ. ουσ. αρσ. γένους <i>saggws</i> «[[τραγούδι]], [[μουσική]], [[απαγγελία]]» (για τη [[διαφορά]] γένους [[ανάμεσα]] στην ελλ. και γοτθ. λ. <b>πρβλ.</b> [[νόμος]]: [[νομή]], [[τόμος]]: [[τομή]]). Τέλος, η λ. [[ὀμφή]] απαντά πιθ. ως α' συνθετικό στο κυπρ. ανθρωπωνύμιο <i>ὈμφοκλέFης</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀμφή]], λακων. τ. ὀμφὰ, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[πνοή]]» <br />β) «ὀμφὰ<br />[[ὀσμή]], Λάκωνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] τών [[νέφος]], [[νεφέλη]] (για το αρκτικό <i>ο</i>- της λ. <b>πρβλ.</b> <i>ὀ</i>-<i>μφαλός</i>). Ανάλογη θεωρείται και η [[προέλευση]] της λ. [[ὄμβρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[φωνή]] θεού (αντίθ. προς το [[αὐδή]], ανθρώπινη [[φωνή]]), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' [[ὀμφή]], λέγεται για τη [[φωνή]] τη σταλμένη από τον [[Δία]], που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατ' ὀμφὴν σήν</i>, με το [[άκουσμα]] του ονόματός [[σου]] ([[καθώς]] το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε [[κάτι]] το τρομερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γλυκιά και μελωδική [[φωνή]], σε Πίνδ.· [[φωνή]], [[ήχος]], σε Ευρ.
}}
}}