Anonymous

ὀμφή: Difference between revisions

From LSJ
460 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[φωνή]] θεού (αντίθ. προς το [[αὐδή]], ανθρώπινη [[φωνή]]), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' [[ὀμφή]], λέγεται για τη [[φωνή]] τη σταλμένη από τον [[Δία]], που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατ' ὀμφὴν σήν</i>, με το [[άκουσμα]] του ονόματός [[σου]] ([[καθώς]] το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε [[κάτι]] το τρομερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γλυκιά και μελωδική [[φωνή]], σε Πίνδ.· [[φωνή]], [[ήχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀμφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[φωνή]] θεού (αντίθ. προς το [[αὐδή]], ανθρώπινη [[φωνή]]), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' [[ὀμφή]], λέγεται για τη [[φωνή]] τη σταλμένη από τον [[Δία]], που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατ' ὀμφὴν σήν</i>, με το [[άκουσμα]] του ονόματός [[σου]] ([[καθώς]] το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε [[κάτι]] το τρομερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γλυκιά και μελωδική [[φωνή]], σε Πίνδ.· [[φωνή]], [[ήχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφή:''' дор. [[ὀμφά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> голос, глас, зов ([[θεῶν]] Hom.; κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph.): ὀμφὰν κληροῦν Eur. прорицать метанием жребия;<br /><b class="num">2)</b> звук, пение (γλυκεῖαι ὀμφαί Pind.): ἰύζειν ὀμφὰν [[οὐρανίαν]] Aesch. запеть песнь небу.
}}
}}