3,277,301
edits
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως. | |mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντρῐβής:''' -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με [[τρίψιμο]], δοκιμασμένος, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ. | |||
}} | }} |