ἐντριβής

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐβής Medium diacritics: ἐντριβής Low diacritics: εντριβής Capitals: ΕΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: entribḗs Transliteration B: entribēs Transliteration C: entrivis Beta Code: e)ntribh/s

English (LSJ)

ἐντριβές, metaph. from the touchstone,
A proved by rubbing, versed or practised in, ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177; τέχνῃ Pl.Lg.769b; περί τι Isoc.15.187; πληγῶν Sch.Il.11.559.
2 ἐ. ὁδός beaten track, App.Hann.4.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐβής) -ές
1 de pers. experimentado en, experto en c. dat. ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177, τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Pl.Lg.769b, c. compl. prep. περὶ τὴν χρείαν Isoc.15.187, εἰς μίμησιν τῷ παιδί ... ἤδη ἐντριβεστέρῳ Clem.Al.Strom.6.17.160, c. gen. πληγῶν Sch.Er.Il.11.559b
neutr. subst. τὸ ἐ. experiencia τὸ ἐν λόγοις ἐ. Cyr.Al.M.70.757D.
2 de cosas y abstr. usado, frecuentado ἐ. ὁδός camino trillado, muy usado App.Hann.4, Max.Tyr.6.2, cf. Cyr.Al.Luc.1.29.19
fig. usado, familiar, acostumbrado οὐκ ἔστιν ἡ πρώτη σύνταξις ἐντριβεστέρα χωρὶς ἄρθρων λεγομένη A.D.Synt.69.1, ῥῆμα Cyr.Al.Luc.2.117.27, ἡ τοῖς πατράσιν ἐ. ... εὐσεβεία Cyr.Al.M.71.40B, cf. 68.537.

German (Pape)

[Seite 858] ές, an Etwas gerieben, geübt worin; πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Soph. Ant. 177; τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Plat. Legg. VI, 769 b; Sp.; ἐντριβεῖς γενέσθαι καὶ γυμνασθῆναι vrbdt Isocr. – Sp. auch τινός, wie πληγῶν Schol. Il. 11, 559. – Adv. ἐντριβῶς, Eust.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frotté sur ; rompu à, expert : τινι, περί τι en qch.
Étymologie: ἐντρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντριβής: опытный, сведущий (τινι Soph., Plat. и περί τι Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. ἐκ τῆς λυδίας λίθου, ἐν ᾗ ἐντριβόμενος δοκιμάζεται ὁ χρυσός, δεδοκιμασμένος ἔν τινι, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Σοφ. Ἀντιγ. 177· ἐντριβής, ἔμπειρος, ἐπεὶ ἐντριβής γε οὐδαμῶς γέγονα τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Πλάτ. Νόμοι 789Β· ἐντριβεῖς γενέσθαι... περὶ τὴν χρείαν καὶ τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 187· τινὸς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 559· πρβλ. παρατρίβω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐντριβής, -ές)
1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)
(α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — πριν αποδειχθεί έμπειρος, πριν δοκιμαστεί, Σοφ.)
2. (για δρόμο) πεπατημένος, πολύχρηστος («ὁδὸς ἐντριβής» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)
μσν.
συνηθισμένος.
επίρρ...
ἐντριβῶς (Μ)
με γνώση, με πείρα, ειδημόνως.

Greek Monotonic

ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με τρίψιμο, δοκιμασμένος, έμπειρος σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐντρῐβής, ές [from ἐντρίβω
metaph. from the touchstone, proved by rubbing, versed in a thing, c. dat., Soph.

English (Woodhouse)

experienced in, familiar with, practised in, proficient in, skilled in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)