Anonymous

ἐντριβής: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως.
|mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρῐβής:''' -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με [[τρίψιμο]], δοκιμασμένος, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.
}}
}}