διασπαράσσω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διασπαράττω (AM [[διασπαράσσω]] και διασπαράττω)<br />[[κατατεμαχίζω]], [[κατακρεουργώ]].
|mltxt=και διασπαράττω (AM [[διασπαράσσω]] και διασπαράττω)<br />[[κατατεμαχίζω]], [[κατακρεουργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σχίζω]] σε τεμάχια ή [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], [[κατακρεουργώ]], [[πετσοκόβω]], σε Αισχύλ.
}}
}}