Anonymous

διασπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σχίζω]] σε τεμάχια ή [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], [[κατακρεουργώ]], [[πετσοκόβω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διασπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σχίζω]] σε τεμάχια ή [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], [[κατακρεουργώ]], [[πετσοκόβω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασπᾰράσσω:''' атт. διασπᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> разрывать на части ([[χεροῖν]] τι Aesch.; ὑπὸ λεόντων διασπαραχθείς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. растерзывать, мучить (τινὰ τῷ λόγῳ Luc.).
}}
}}