παρακρούω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[πάσχω]] από [[παράκρουση]], [[υποφέρω]] από παροδική [[διαταραχή]] του νου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρούομαι</i><br /><b>ναυτ.</b> (για τα [[ιστία]] πλοίου) [[χτυπώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[παραδέρνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαψεύδω]] τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] και [[διώχνω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, [[απωθώ]]<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>4.</b> (για [[παλαιστή]]) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με [[τρικλοποδιά]]<br /><b>5.</b> (για έμπορο) [[εξαπατώ]] στην [[πώληση]] σιταριού αφαιρώντας [[ποσότητα]] από την [[κορυφή]] του μέτρου<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[άλογο]]) [[χτυπώ]] στα [[πλάγια]]<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παρακρούομαι</i><br />α) [[εξαπατώ]] με παραλογισμούς<br />β) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται», Λουκ.)<br />γ) <b>μτφ.</b> θραύομαι, [[σπάω]] («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «παρακεκροῡσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῡ νοῡ» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[πάσχω]] από [[παράκρουση]], [[υποφέρω]] από παροδική [[διαταραχή]] του νου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρούομαι</i><br /><b>ναυτ.</b> (για τα [[ιστία]] πλοίου) [[χτυπώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[παραδέρνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαψεύδω]] τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] και [[διώχνω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, [[απωθώ]]<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>4.</b> (για [[παλαιστή]]) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με [[τρικλοποδιά]]<br /><b>5.</b> (για έμπορο) [[εξαπατώ]] στην [[πώληση]] σιταριού αφαιρώντας [[ποσότητα]] από την [[κορυφή]] του μέτρου<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[άλογο]]) [[χτυπώ]] στα [[πλάγια]]<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παρακρούομαι</i><br />α) [[εξαπατώ]] με παραλογισμούς<br />β) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται», Λουκ.)<br />γ) <b>μτφ.</b> θραύομαι, [[σπάω]] («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «παρακεκροῡσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῡ νοῡ» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακρούω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] παράπλευρα· [[απογοητεύω]], [[διαψεύδω]], σε Πλάτ. — Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανώμαι, στον ίδ., Δημ.· ομοίως επίσης στη Μέσ., σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. επίσης, αποτινάσσω, [[διώχνω]] [[μακριά]] από εμένα, [[αποκρούω]], σε Πλούτ.
}}
}}