δύσβωλος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[έδαφος]]) με [[κακό]] [[χώμα]], [[άγονος]].
|mltxt=[[δύσβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[έδαφος]]) με [[κακό]] [[χώμα]], [[άγονος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσβωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] [[χώμα]], [[άγονος]], [[άκαρπος]], σε Ανθ.
}}
}}