Anonymous

δύσβωλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσβωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] [[χώμα]], [[άγονος]], [[άκαρπος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δύσβωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] [[χώμα]], [[άγονος]], [[άκαρπος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσβωλος:''' состоящий из плохой почвы, т. е. неплодородный (γῆ Hom.; [[χθών]] Anth.).
}}
}}