δύσβωλος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
δύσβωλον, of ill soil, unfruitful, γῆ Hom.Epigr.7; χθών AP7.401 (Crin.).
Spanish (DGE)
-ον
de escaso o pobre mantillo γῆ δύσβωλος = tierra mala, tierra pobre epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.18, χθών AP 7.401 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 677] schlechtschollig, unfruchtbar; H. ep. 7; χθών Crinag. 37 (VII, 401).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui consiste en mauvaises mottes de terre, au sol ingrat, stérile.
Étymologie: δυσ-, βῶλος.
Russian (Dvoretsky)
δύσβωλος: состоящий из плохой почвы, т. е. неплодородный (γῆ Hom.; χθών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσβωλος: -ον, κακὸν χῶμα ἔχων, ἄκαρπος, ἄγονος, χθὼν Ἐπ. Ὁμ. 7, Ἀνθ. Π. 7. 401.
Greek Monolingual
δύσβωλος, -ον (Α)
(για έδαφος) με κακό χώμα, άγονος.
Greek Monotonic
δύσβωλος: -ον, αυτός που έχει κακό χώμα, άγονος, άκαρπος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δύσ-βωλος, ον
of ill soil, unfruitful, Anth.