3,256,975
edits
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]]. | |mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑρσήεις:''' Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, [[δροσερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για [[πτώμα]], [[νέος]], [[πρόσφατος]], στο ίδ. | |||
}} | }} |