Anonymous

ἑρσήεις: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]].
|mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑρσήεις:''' Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, [[δροσερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για [[πτώμα]], [[νέος]], [[πρόσφατος]], στο ίδ.
}}
}}